ΤΟ ΚΑΤΑ ΘΕΟΝ πένθος εἶναι ἡ σκυθρωπότητα τῆς ψυχῆς, ἡ διάθεσις τῆς πονεμένης καρδιᾶς, ἡ ὁποία δὲν παύει νὰ ζητῆ μὲ πάθος ἐκεῖνο γιὰ τὸ ὁποῖο εἶναι διψασμένη. Καὶ ὅσο δὲν τὸ κατορθώνει, τόσο περισσότερο κοπιάζει καὶ τὸ κυνηγᾶ καὶ τρέχει πίσω του μὲ ὀδυνηρὸ κλάμα
2. Ἂς τὸ χαρακτηρίσωμε καὶ ἔτσι: Πένθος εἶναι ἕνα χρυσὸ καρφὶ τῆς ψυχῆς. Τὸ καρφὶ αὐτὸ ἀπογυμνώθηκε ἀπὸ κάθε γήϊνη προσήλωσι καὶ σχέσι, καὶ καρφώθηκε ἀπὸ τὴν εὐλογημένη λύπη (στὴν πόρτα) τῆς καρδιᾶς γιὰ νὰ τὴν φρουρῆ.
3. Κατάνυξις εἶναι ἕνας συνεχὴς βασανισμὸς τῆς συνειδήσεως, ὁ ὁποῖος μὲ τὴν νοερὰ ἐξομολόγησι κατορθώνει νὰ δροσίζη τὴν φλογισμένη καρδιά.
4. Ἐξομολόγησις σημαίνει τὸ νὰ λησμονοῦμε τὴν ἴδια τὴν φύσι μας. Κάποιος ἐξ αἰτίας της «ἐλησμονοῦσε ἀκόμη νὰ φάγη τὸν ἄρτο του» (Ψαλμ. ρα´ 5).
5. Μετάνοια εἶναι τὸ νὰ στερηθῆς κάθε σωματικὴ παρηγορία, χωρὶς καθόλου νὰ λυπηθῆς.
6. Χαρακτηριστικὸ ἐκείνων ποὺ προώδευσαν κάπως στὸ μακάριο πένθος εἶναι ἡ ἐγκράτεια καὶ ἡ σιωπὴ τῶν χειλέων. Ἐκείνων ποὺ προώδευσαν περισσότερο, ἡ ἀοργησία καὶ ἡ ἀμνησικακία. Καὶ αὐτῶν ποὺ ἔφθασαν στὴν τελειότητα, ἡ ταπεινοφροσύνη, ἡ δίψα τῆς ἀτιμίας, ἡ ἑκούσια πείνα τῶν ἀκουσίων θλίψεων, τὸ ὅτι δὲν κατακρίνουν τοὺς ἀμαρτάνοντας, καὶ τὸ ὅτι αἰσθάνονται ὑπερβολικὴ συμπάθεια πρὸς αὐτούς.
Εὐπρόσδεκτοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ οἱ πρῶτοι. Ἀξιέπαινοι οἱ δεύτεροι. Μακάριοι ὅμως οἱ τελευταῖοι ποὺ πεινοῦν γιὰ θλίψι καὶ διψοῦν γιὰ ἀτιμία. Διότι αὐτοὶ θὰ χορτάσουν ἀπὸ τροφὴ ποὺ δὲν χορταίνεται.
7. Ὅταν κατακτήσης τὸ πένθος, κράτα το μὲ ὅλη τὴ δύναμί σου. Διότι προτοῦ ἀποκτηθῆ μόνιμα καὶ ὁριστικά, χάνεται εὔκολα ἀπὸ τοὺς θορύβους καὶ τὶς μέριμνες τοῦ σώματος καὶ τὴν καλοπέρασι, καὶ μάλιστα ἀπὸ τὴν πολυλογία καὶ τὴν ἀστειολογία, καὶ διαλύεται ὅπως τὸ κερὶ ἀπὸ τὴν φωτιά.
8. Ἀνώτερη ἀπὸ τὸ βάπτισμα ἀποδεικνύεται ἡ μετὰ τὸ βάπτισμα πηγὴ τῶν δακρύων (τῆς μετανοίας), ἂν καὶ εἶναι κάπως τολμηρὸ αὐτὸ ποὺ λέγω. Διότι ἐκεῖνο μᾶς καθαρίζει ἀπὸ τὰ προηγούμενά μας κακά, ἐνῷ τοῦτο, τὸ βάπτισμα τῶν δακρύων, ἀπὸ τὰ μετέπειτα. Καὶ τὸ πρῶτο, ἐφ᾿ ὅσον τὸ ἐλάβαμε ὅλοι στὴν νηπιακὴ ἡλικία, τὸ ἐμολύναμε. Ἐνῷ μὲ τὸ δεύτερο καθαρίζομε πάλι καὶ τὸ πρῶτο. Καὶ ἐὰν ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ δὲν τὸ εἶχε χαρίσει αὐτὸ στοὺς ἀνθρώπους, οἱ σῳζόμενοι θὰ ἦταν πράγματι σπάνιοι καὶ δυσεύρετοι.
9. Οἱ στεναγμοὶ καὶ ἡ κατήφεια φωνάζουν δυνατὰ πρὸς τὸν Κύριον. Τὰ δάκρυα ποὺ προέρχονται ἀπὸ φόβο μεσιτεύουν. Καὶ τὰ δάκρυα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν παναγία ἀγάπη μᾶς φανερώνουν ὅτι ἡ ἱκεσία μας ἔγινε δεκτή.
10. Ἀφοῦ τίποτε δὲν ταιριάζει τόσο μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη, ὅσο τὸ πένθος, καὶ τίποτε πάντως δὲν εἶναι τόσο πολὺ ἀντίθετό της, ὅσο τὸ γέλιο.
11. Νὰ κρατῆς σφικτὰ τὴν μακαρία χαρμολύπη, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπὸ τὴν εὐλογημένη κατάνυξι· καὶ ἀκατάπαυστα νὰ τὴν καλλιεργῆς μέχρις ὅτου σὲ ἀνυψώση ἀπὸ τὰ γήϊνα καὶ σὲ παρουσιάση καθαρὸν ἐμπρὸς στὸν Χριστόν.
12. Ἀκατάπαυστα νὰ ἀναπαριστάνης μέσα σου καὶ νὰ περιεργάζεσαι τὴν ἄβυσσο τοῦ σκοτεινοῦ πυρός, τοὺς ἄσπλαγχνους ὑπηρέτες, τὸν Κριτὴ ποὺ δὲν θὰ συμπαθῆ καὶ δὲν θὰ συγχωρῆ πλέον, τὸ ἀπέραντο χάος μὲ τὶς καταχθόνιες φλόγες, τὸ ὀδυνηρὸ κατέβασμα στὰ χάσματα καὶ στοὺς ὑπογείους καὶ φοβεροὺς τόπους... καὶ ὅλες τὶς παρόμοιες εἰκόνες. Ἔτσι ἀπὸ τὸν πολὺ τρόμο θὰ ἐξαφανισθῆ ἀπὸ μέσα μας ἡ λαγνεία καὶ θὰ ἑνωθῆ ἡ ψυχή μας μὲ τὴν ἄφθαρτη ἁγνεία. Δηλαδὴ θὰ δεχθῆ μέσα μας τὸ ἄφθαρτο πῦρ τῆς ἁγνείας, τὸ κατὰ πολὺ λαμπρότερο (ἀπὸ τὸ πῦρ τῶν κολάσεων καί) τοῦ πένθους.
13. Στάσου ἔντρομος ὅταν προσεύχεσαι καὶ ἱκετεύης τὸν Θεόν, σὰν τὸν κατάδικο ἐμπρὸς στὸν δικαστή, ὥστε καὶ μὲ τὴν ἐξωτερικὴ ἐμφάνισι καὶ μὲ τὴν ἐσωτερικὴ στάσι νὰ σβήσης τὸν θυμὸ τοῦ δικαίου Κριτοῦ. Διότι δὲν ἀντέχει νὰ παραβλέπη τὴν ψυχὴ ἐκείνη, ἡ ὁποία σὰν τὴν χήρα τῆς παραβολῆς ἵσταται ἐμπρός Του γεμάτη ὀδύνη καὶ κουράζει τὸν Ἀκούραστο (πρβλ. Λουκ. ιη´ 1-8).
14. Σὲ ὅποιον ἀπέκτησε τὸ χάρισμα τοῦ ἐσωτερικοῦ δακρύου, ὁ κάθε τόπος εἶναι κατάλληλος γιὰ πένθος. Αὐτὸς ὅμως ποὺ ἀσκεῖ ἀκόμη τὸ ἐξωτερικὸ δάκρυ, ἂς μὴν παύση νὰ ἐρευνᾶ καὶ νὰ εὑρίσκη τοὺς καταλλήλους τόπους καὶ τρόπους.
15. Ὁ κρυμμένος θησαυρὸς εἶναι περισσότερο ἀσφαλισμένος ἀπὸ τὸν ἐκτεθειμένο στὴν ἀγορά. Βάσει αὐτῆς τῆς εἰκόνας ἂς κατανοήσωμε καὶ τὸ προηγούμενο.
16. Μὴν συμπεριφέρεσαι σὰν ἐκείνους ποὺ μετὰ τὴν ταφὴ τῶν νεκρῶν τους ἄλλοτε θρηνοῦν γι᾿ αὐτοὺς καὶ ἄλλοτε (στὰ νεκρόδειπνα τρώγουν, πίνουν καί) μεθοῦν. Ἀλλὰ νὰ ὁμοιάσης μὲ τοὺς καταδίκους στὰ μεταλλεῖα ποὺ τοὺς μαστιγώνουν κάθε ὥρα οἱ δήμιοι.
17. Ἐκεῖνος ποὺ ἄλλοτε ἐπιδίδεται στὸ πένθος καὶ ἄλλοτε στὴν τρυφὴ καὶ στὰ γέλια ὁμοιάζει μ᾿ ἐκεῖνον ποὺ διώχνει τὸν «κύνα» τῆς φιληδονίας πετροβολώντας τον μὲ ψωμί. Ἔτσι ἐξωτερικὰ φαίνεται ὅτι τὸν διώχνει, ἐνῷ στὴν πραγματικότητα τὸν προσκαλεῖ κοντά του.
18. Νὰ εἶσαι «σύννους». Νὰ εἶσαι ἀφιλένδεικτος (νὰ μὴν ἀγαπᾶς δηλαδὴ νὰ ἐπιδεικνύεσαι). Νὰ παρατηρῆς τὴν καρδιά σου καὶ νὰ εἶσαι στραμμένος πρὸς αὐτὴν ὡσὰν μέσα σε κάποια ἔκστασι, διότι οἱ δαίμονες φοβοῦνται τὴν «σύννοια», ὅπως οἱ κλέπτες τοὺς σκύλους.
19. Δὲν εἶναι ἐδῶ, ἀγαπητοί μου, ὁ γάμος στὸν ὁποῖον ἔχομε προσκληθῆ. Ὁπωσδήποτε λοιπὸν Ἐκεῖνος ποὺ μᾶς ἐκάλεσε ἐδῶ, μᾶς ἐκάλεσε γιὰ νὰ πενθήσωμε τοὺς ἑαυτούς μας.
20. Μερικοί, ἐνῷ δακρύζουν, δὲν δείχνουν καμμία προσπάθεια, ὥστε νὰ καλλιεργήσουν, κατὰ τὴν εὐλογημένη ἐκείνη ὥρα, τὴν σκέψι ἡ ὁποία προκάλεσε τὸ δάκρυ, ἀλλὰ ἄκαιρα καὶ ἄστοχα τὴν ἀντιπαρέρχονται. Καὶ δὲν συλλογίζονται ὅτι δάκρυ χωρὶς αἰτία καὶ χωρὶς ἔννοια δὲν ἔχει θέσι στὰ λογικὰ πλάσματα, ἀλλὰ μόνο στὰ ἄλογα. Τὸ δάκρυ γεννᾶται ἀπὸ ὡρισμένες σκέψεις. Καὶ οἱ σκέψεις ἔχουν ὡς πατέρα τὸν λογικὸ νοῦ.
21. Ἡ κατάκλισίς σου στὸ κρεββάτι, ἂς σοῦ εἶναι προτύπωσις τῆς κατακλίσεώς σου στὸν τάφο, καὶ τότε θὰ κοιμηθῆς λιγώτερο. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀπόλαυσις τοῦ φαγητοῦ στὴν τράπεζα, ἂς σοῦ ὑπενθυμίζη τὸ θλιβερὸ ἐκεῖνο φαγητὸ ποὺ θὰ κάνουν τὰ σκουλήκια τὸ σῶμα σου, καὶ τότε λιγώτερο θὰ φάγης. Καὶ ὅταν πίνης νερό, νὰ μὴ λησμονῆς τὴν δίψα στὴν φλόγα τῆς κολάσεως, ὁπότε θὰ περιορίσης ὁπωσδήποτε τὴν φυσική σου ἐπιθυμία.
Καὶ ὅταν ὁ Γέροντας μᾶς προσφέρη τὴν τιμημένη ἀτιμία, τὴν ἐπίπληξι καὶ τὴν ἐπιτίμησι, ἂς σκεφθοῦμε τὴν φοβερὴ ἀπόφασι τοῦ Κριτοῦ, καὶ τότε τὴν παράλογη ἐκείνη λύπη καὶ τὴν πικρία ποὺ εἰσχωρεῖ μέσα μας θὰ τὴν κατασφάξωμε σὰν μὲ δίστομη μάχαιρα μὲ τὴν πραότητα καὶ τὴν ὑπομονή.
22. «Μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου -λέει ὁ Ἰὼβ (ιδ´ 11)- σπανίζεται ἡ θάλασσα» (χάνει δηλαδὴ τὰ νερά της καὶ ἀποσύρεται βαθύτερα ἀπὸ τὴν παραλία). Κατὰ παρόμοιο τρόπο, μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου καὶ τὴν ὑπομονή, ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον ἐμφυτεύονται καὶ τελειοποιοῦνται μέσα μας τὰ προηγούμενα.
23. Ἡ μνήμη τοῦ αἰωνίου πυρὸς ἂς κοιμηθῆ κάθε βράδυ μαζί σου καὶ ἂς ξυπνήση πάλι μαζί σου. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ δὲν θὰ σὲ κυριεύση ποτὲ ἡ ρᾳθυμία στὸν καιρὸ τῆς ψαλμῳδίας.
24. Ἂς σὲ παρακινῆ τουλάχιστον στὴν ἄσκησι τοῦ πένθους τὸ μαῦρο σου ἔνδυμα. Ὅλοι βέβαια ὅσοι θρηνοῦν νεκρούς, φοροῦν μαῦρα. Ἐὰν λοιπὸν μέχρι τώρα δὲν πενθῆς, ἂς πενθῆς γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ (γιὰ τὸ ὅτι δηλαδὴ φορεῖς μαῦρα). Ἐὰν ὅμως πενθῆς, νὰ αὐξήσης τὸ πένθος σου καὶ τὸν θρῆνο, διότι ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν σου ἄφησες τὴν ἄνετη ζωὴ καὶ ἀναγκάσθηκες νὰ ἀσπασθῆς τὸν σκληρὸ (καὶ πένθιμο μοναχικό) βίο.
25. Ὅπως σὲ ὅλα τὰ ἄλλα, ἔτσι καὶ στὴν περίπτωσι τῶν δακρύων ὁ καλὸς καὶ δίκαιος Κριτής μας λαμβάνει ὑπ᾿ ὄψι Του καὶ τὴν φυσικὴ προδιάθεσι καὶ δύναμι τοῦ καθενός. Εἶδα μικρὲς σταγόνες νὰ χύνωνται μὲ πόνο σὰν αἷμα. Καὶ εἶδα βρύσες δακρύων ποὺ ἔτρεχαν χωρὶς δυσκολία. Ἐγὼ τουλάχιστον ἐβαθμολόγησα τοὺς ἀγωνιστὲς ἀνάλογα μὲ τὸν πόνο καὶ ὄχι μὲ τὸ ποσὸν τῶν δακρύων. Καὶ ὁ Θεὸς νομίζω παρόμοια θὰ τοὺς ἔκρινε.
26. Σὲ ὅσους πενθοῦν δὲν ἁρμόζει νὰ θεολογοῦν, διότι ἡ θεολογία συνήθως διασκορπίζει τὸ πένθος τους. Ἐπειδὴ ἐκεῖνος ποὺ θεολογεῖ εἶναι σὰν νὰ κάθεται σὲ διδασκαλικὸ θρόνο, ἐνῷ ἐκεῖνος ποὺ πενθεῖ «ἐπὶ κοπρίας καὶ σάκκου». Καὶ αὐτὸ νομίζω ὅτι ἐννοοῦσε ὁ Δαβίδ, ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ σοφὸς καὶ διδάσκαλος, ὅταν θρηνοῦσε γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, ἀπαντοῦσε σ᾿ ἐκείνους ποὺ τὸν παρακαλοῦσαν νὰ ψάλη: «Πῶς ᾄσομαι τὴν ᾠδὴν Κυρίου ἐπὶ γῆς ἀλλοτρίας; δηλαδὴ στὴν γῆ τῆς ἐμπαθείας;» (πρβλ. Ψαλμ. ρλστ´ 4).
27. Μερικὰ ἀπὸ τὰ κτίσματα εἶναι αὐτο-κίνητα καὶ μερικὰ ἑτερο-κίνητα. Τὸ ἴδιο συμβαίνει καὶ στὴν κατάνυξι, (ἄλλοτε δηλαδὴ ἔρχεται μόνη της καὶ ἄλλοτε μὲ τὴν ἰδική μας προσπάθεια καὶ βία). Ὅταν, χωρὶς καμμία ἰδική μας προσπάθεια καὶ ἐνέργεια, κατανυχθῆ ἡ ψυχή μας καὶ ὑγρανθῆ καὶ μαλακώση ἀπὸ τὰ δάκρυα, ἂς τρέξωμε (νὰ ἁρπάξωμε τὴν εὐκαιρία). Διότι αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Κύριος μᾶς ἐπισκέφθηκε ἀπρόσκλητος καὶ μᾶς ἔδωσε τὸ σφουγγάρι τῆς θεαρέστου λύπης καὶ τὸ δροσιστικὸ ὕδωρ τῶν εὐλαβικῶν δακρύων, γιὰ νὰ ἐξαλείψωμε τὸ χειρόγραφο τῶν ἁμαρτιῶν μας. Αὐτὴ τὴν κατάστασι φύλαξέ την σὰν κόρη ὀφθαλμοῦ, μέχρις ὅτου ὑποχωρήση, διότι εἶναι περισσότερο δυνατὴ καὶ ἀποτελεσματική σε σύγκρισι μὲ ἐκείνη ποὺ δημιουργεῖται ἀπὸ τὸν ἰδικό μας ζῆλο καὶ ἀγώνα.
28. Δὲν κατέκτησε τὸ κάλλος τοῦ πένθους ἐκεῖνος ποὺ πενθεῖ ὅταν θέλη, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ πενθεῖ γιὰ τὸν λόγο ποὺ θέλει. Οὔτε αὐτὸς ποὺ πενθεῖ γιὰ ὅ,τι θέλει, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ πενθεῖ ὅπως ὁ Θεὸς θέλει.
29. Πολλὲς φορὲς τὸ κατὰ Θεὸν πένθος ἀναμειγνύεται μὲ τὸ ἄχαρο δάκρυ τῆς κενοδοξίας. Αὐτὸ θὰ τὸ ἀναγνωρίσωμε μὲ τρόπο ἐπιτυχῆ καὶ εὐσεβῆ, ὅταν συλλάβωμε τὸν ἑαυτό μας νὰ πενθῆ καὶ συγχρόνως νὰ ἐνεργῆ μὲ (κακότητα καί) πονηρία.
30. Κατάνυξις στὴν κυριολεξία σημαίνει νὰ ἔχη ὁ μοναχὸς στὴν ψυχή του ἀμετεώριστη ὀδύνη, χωρὶς νὰ ἐπιτρέπη στὸν ἑαυτό του καμμία παρηγορία. Τὸ μόνο ποὺ συλλογίζεται συνεχῶς εἶναι ἡ ἀναχώρησίς του ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτή. Καὶ ἐκεῖνο ποὺ περιμένει σὰν δροσιστικὸ ὕδωρ εἶναι ἡ παρηγορία τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος «παρηγορεῖ τοὺς ταπεινούς» (Β´ Κορ. ζ´ 6) μοναχούς.
31. Ὅσοι ἀπέκτησαν μὲ πραγματικὴ καρδιακὴ συναίσθησι τὸ πένθος, ἐμίσησαν ἀκόμη καὶ αὐτὴν τὴν ζωή τους, σὰν αἰτία κόπων καὶ δακρύων καὶ πόνων. Τὸ δὲ σῶμα τους τὸ ἀπεστράφησαν σὰν ἐχθρό.
32. Ὅταν, σὲ ὅσους φαίνονται ὅτι πενθοῦν κατὰ Θεόν, διακρίνωμε ὀργὴ ἢ ὑπερηφάνεια, ἂς θεωρήσωμε ὅτι τὰ δάκρυά τους προέρχονται ἀπὸ δαιμονικὰ πάθη, διότι «ποία κοινωνία -λέγει ἡ Γραφή- φωτὶ πρὸς σκότος»; (Β´ Κορ. στ´ 14).
33. Γέννημα τῆς νοθευμένης κατανύξεως εἶναι ἡ οἴησις, ἐνῷ τῆς ἐπαινετῆς ἡ παράκλησις. Ὅπως ἡ φωτιὰ καίει καὶ ἐξαφανίζει τὴν «καλαμιά», ἔτσι καὶ τὸ ἁγνὸ δάκρυ ἐξαφανίζει κάθε ἐξωτερικὴ καὶ ἐσωτερικὴ ἀκαθαρσία.
34. Ὁ περὶ τῶν δακρύων λόγος ἀπὸ πολλοὺς Πατέρες χαρακτηρίζεται ἀσαφὴς κάπως, σκοτεινὸς καὶ δυσερμήνευτος, καὶ μάλιστα ὅταν πρόκειται γιὰ δάκρυα τῶν ἀρχαρίων. Πολλὲς καὶ διάφορες, λέγουν, εἶναι οἱ αἰτίες ποὺ τὰ γεννοῦν. Προέρχονται δηλαδή, ἀπὸ τὴν ἰδιοσυγκρασία, ἀπὸ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ θλίψι δαιμονική, ἀπὸ θλίψι θεάρεστη, ἀπὸ κενοδοξία, ἀπὸ πορνεία, ἀπὸ ἀγάπη, ἀπὸ μνήμη θανάτου καὶ ἀπὸ πολλὰ ἄλλα.
35. Μὲ φόβο Θεοῦ ἂς δοκιμάσωμε καὶ ἂς διακρίνωμε τὰ ἰδιώματα ὅλων αὐτῶν τῶν δακρύων. Καὶ ἂς φροντίσωμε νὰ καλλιεργοῦμε τὰ καθαρὰ καὶ ἄδολα δάκρυα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὴν μνήμη τοῦ θανάτου μας. Σ᾿ αὐτὰ τὰ δάκρυα δὲν ἔχει θέσι οὔτε ἡ οἴησις οὔτε ἡ κλοπὴ (ἀπὸ τὸν διάβολο), ἀλλὰ μᾶλλον ἡ κάθαρσις, ἡ πρόοδος στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὸ πλύσιμο ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες καὶ ἡ ἀπάθεια.
36. Τὸ νὰ ἀρχίση κάποιος ποὺ πενθεῖ μὲ ἐπαινετὰ δάκρυα καὶ νὰ καταλήξη σὲ ἄσχημα, δὲν εἶναι καὶ τόσο περίεργο. Τὸ νὰ ἀρχίση ὅμως μὲ δάκρυα ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὰ πάθη ἢ ἔστω ἀπὸ τὴν φυσικὴ ἰδιοσυγκρασία, καὶ νὰ τὰ μεταποιήση σὲ πνευματικά, εἶναι πράγματι κάτι τὸ ἀξιέπαινο. Αὐτὸ τὸ ζήτημα τὸ γνωρίζουν πολὺ καλὰ ὅσοι ρέπουν πρὸς τὴν κενοδοξία.
37. Μὴν ἐμπιστεύεσαι στὶς πηγὲς τῶν δακρύων σου πρὶν ἀπὸ τὴν τελεία κάθαρσι. Δὲν μποροῦμε νὰ παραδεχθοῦμε ὡς καλὸν τὸν οἶνο ποὺ μόλις μετὰ τὸ πατητήρι τὸν ἐβάλαμε στὰ βαρέλια. Ὅλα βέβαια τὰ κατὰ Θεὸν δάκρυά μας εἶναι ὠφέλιμα. Κανεὶς δὲν ἔχει ἀντίρρησι σ᾿ αὐτό. Ποιὰ ὅμως εἶναι ἡ ὠφέλειά τους, θὰ τὸ γνωρίσουμε στὴν ὥρα τοῦ θανάτου μας.
38. Ὅποιος περνᾶ τὴν ζωή του συνεχῶς μὲ τὸ κατὰ Θεὸν πένθος, δὲν παύει ἀπὸ τοῦ νὰ ἑορτάζη καθημερινά. Ἐκεῖνον ὅμως ποὺ συνεχῶς πανηγυρίζει ὑλικὰ καὶ σωματικά, τὸν περιμένει τὸ αἰώνιο πένθος.
39. Δὲν μπορεῖ νὰ ἔχουν χαρὲς οἱ κατάδικοι τῶν φυλακῶν. Οὔτε οἱ πραγματικοὶ μοναχοὶ πανηγύρια. Γι᾿ αὐτὸ ἴσως ἐκεῖνος ὁ καλλίπενθος ἔλεγε μὲ στεναγμό: «Ἐξάγαγε ἐκ φυλακῆς τὴν ψυχήν μου (Ψαλμ. ρμα´ 8), γιὰ νὰ εὐφρανθῶ στὸ ἄρρητο καὶ ἀπερίγραπτο φῶς σου».
40. Νὰ γίνης σὰν βασιλεὺς στὴν καρδιά σου, καθισμένος στὸν ὑψηλὸ θρόνο τῆς ταπεινοφροσύνης. Νὰ διατάζης τὸ γέλιο νὰ ἀπομακρυνθῆ, καὶ ἀμέσως νὰ ἀπομακρύνεται· τὸ κλάμα νὰ ἔλθη, καὶ ἀμέσως νὰ ἔρχεται· καὶ στὸν δοῦλο μας, τὸ σῶμα, ποὺ εἶναι συγχρόνως καὶ τύραννος, νὰ ἐπιτελέση κάποιο ἔργο καὶ ἀμέσως νὰ τὸ ἐπιτελῆ (πρβλ. Ματθ. η´ 9).
41. Ὅποιος ἐφόρεσε τὸ μακάριο καὶ χαριτωμένο πένθος σὰν νυμφικὴ διπλοΐδα, αὐτὸς ἐγνώρισε τὸν «πνευματικὸ γέλωτα» τῆς ψυχῆς. Ποιὸς εἶναι ἄραγε ὁ μοναχὸς αὐτὸς ποὺ ἐδαπάνησε τόσο θεάρεστα τὸν καιρό του στὴν μοναχικὴ ζωή, ὥστε οὔτε μία ἡμέρα οὔτε μία ὥρα οὔτε μία στιγμὴ νὰ μὴν τὴν ἐξώδευσε ἐπιζήμια, ἀλλὰ τὴν προσέφερε στὸν Κύριον, μὲ τὴν σκέψι ὅτι εἶναι ἀδύνατον τὴν ἴδια ἡμέρα νὰ τὴν συναντήση δυὸ φορὲς στὴν ζωήν του.
42. Μακάριος εἶναι ὁ μοναχὸς ποὺ ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ ἀντικρύζη μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις. Ἄπτωτος ὅμως εἶναι ὁ μοναχὸς ποὺ ἀκατάπαυστα βρέχει τὸ πρόσωπό του μὲ τὴν ροὴ τῶν δακρύων του, ποὺ ἀναβλύζουν ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς του μὲ τὴν μνήμη τοῦ θανάτου καὶ τῶν ἁμαρτιῶν του. Δὲν δυσκολεύομαι μάλιστα νὰ πιστεύσω, ὅτι ἀπὸ τὴν δεύτερη αὐτὴ κατάστασι ἐδιάβηκε ἡ πρώτη.
43. Συνήντησα μερικοὺς ἐπαῖτες καὶ πτωχοὺς ποὺ δὲν εἶχαν ἐντροπὴ καὶ ποὺ μὲ μερικὰ ἀστεῖα ἔκαναν καὶ τὶς καρδιὲς τῶν βασιλέων νὰ καμφθοῦν καὶ νὰ τοὺς συμπαθήσουν. Καὶ συνήντησα πάλι ἀνθρώπους πτωχοὺς ἀπὸ ἀρετές, οἱ ὁποῖοι ἐχρησιμοποίησαν ὄχι ἀστεῖα, ἀλλὰ λόγια ταπεινώσεως καὶ σκοτεινῆς ἀπογνώσεως βγαλμένα ἀπὸ τὸ βάθος τῆς ἀπελπισμένης καρδιᾶς τους. Μὲ τὰ λόγια αὐτά, χωρὶς ἐντροπὴ καὶ μὲ ἐπιμονή, ἀνέκραζαν πρὸς τὸν ἐπουράνιο Βασιλέα καὶ κατώρθωσαν μὲ τὴν βία τους νὰ παραβιάσουν τὴν ἀπαραβίαστη θεϊκὴ φύσι καὶ εὐσπλαγχνία.
44. Ἐκεῖνος ποὺ ὑπερηφανεύεται μέσα του γιὰ τὰ δάκρυά του καὶ κατακρίνει μὲ τὸν νοῦ του ὅσους δὲν δακρύζουν, ὁμοιάζει μ᾿ ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος ἐζήτησε ἀπὸ τὸν βασιλέα ὅπλο ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν του καὶ μ᾿ αὐτὸ ἐφόνευσε τὸν ἑαυτό του.
45. Ὁ Θεός, ἀγαπητοί μου, δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ δάκρυα οὔτε ἐπιθυμεῖ νὰ πενθῆ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν ὀδύνη τῆς καρδιᾶς του, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ τὸν βλέπη νὰ ἀγάλλεται καὶ νὰ εὐθυμῆ ἐσωτερικὰ ἀπὸ τὴν ἀγάπη του πρὸς Αὐτόν.
46. Θανάτωσε τὴν ἁμαρτία, καὶ τότε θὰ εἶναι περιττὰ τὰ δάκρυα τῆς ὀδύνης στοὺς ὀφθαλμούς σου. Ὅπου δὲν ὑπάρχει πληγή, δὲν χρειάζεται νυστέρι. Στὸν Ἀδὰμ πρὶν ἀπὸ τὴν παράβασι δὲν ὑπῆρχαν δάκρυα, ὅπως ἀκριβῶς καὶ (στοὺς δικαίους) μετὰ τὴν ἀνάστασι τῶν νεκρῶν, ἐφ᾿ ὅσον θὰ ἔχη καταργηθῆ ἡ ἁμαρτία καὶ «θὰ ἔχη ἐξαφανισθῆ ἡ ὀδύνη, ἡ λύπη καὶ ὁ στεναγμός» (Ἡσ. λε´ 10).
47. Εἶδα σὲ μερικοὺς πένθος. Εἶδα καὶ ἄλλους οἱ ὁποῖοι πενθοῦσαν, διότι δὲν εἶχαν πένθος, οἱ ὁποῖοι, μολονότι στὴν πραγματικότητα ἔχουν πένθος, ζοῦν σὰν νὰ μὴν ἔχουν, καὶ μὲ τὴν καλὴ αὐτὴ ἄγνοια παραμένουν ἀσφαλισμένοι (ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς κενοδοξίας). Καὶ γι᾿ αὐτοὺς μᾶλλον ἔχει λεχθεῖ στὴν Γραφή: «Κύριος σοφοῖ τυφλούς» (Ψαλμ. ρμε´ 8).
48. Πολλὲς φορές, συνήθως στοὺς πιὸ ἐπιπολαίους, καὶ τὰ δάκρυα προκαλοῦν ἔπαρσι. Γι᾿ αὐτὸ καὶ σὲ μερικοὺς δὲν δίδονται, ὥστε μὲ τὴν στέρησι καὶ τὴν ἀναζήτησί τους νὰ ἐλεεινολογοῦν τοὺς ἑαυτούς των καὶ νὰ τοὺς καταδικάζουν, γεμάτοι στεναγμοὺς καὶ κατήφεια καὶ λύπη ψυχῆς καὶ βαθειὰ σκυθρωπότητα καὶ ἀμηχανία. Καὶ ἔτσι ἀναπληρώνεται χωρὶς κίνδυνο ἡ ἔλλειψις τοῦ πένθους, ἔστω καὶ ἂν αὐτοὶ νομίζουν ὅτι δὲν ἔχουν κανένα συμφέρον ἀπὸ αὐτά.
49. Ἐὰν προσέξωμε, θὰ ἀντιληφθοῦμε τοὺς δαίμονας νὰ μᾶς πολεμοῦν μὲ ἕναν γελοῖο τρόπο: Ὅταν εἴμαστε χορτασμένοι, μᾶς δημιουργοῦν κατάνυξι, καὶ ἀντιθέτως, ὅταν νηστεύωμε, μᾶς σκληρύνουν. Αὐτὸ τὸ κάνουν γιὰ νὰ μᾶς ἐξαπατήσουν μὲ τὰ νοθευμένα δάκρυα, κι ἔτσι νὰ μᾶς ρίξουν στὴν τρυφή, ποὺ εἶναι ἡ μητέρα τῶν παθῶν. Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ τοὺς ἀκοῦμε, ἀλλὰ μᾶλλον νὰ κάνουμε τὸ ἀντίθετο.
50. Ἐγώ, καθὼς σκέπτομαι τὴν ποιότητα τῆς κατανύξεως, μένω ἔκθαμβος. Πῶς αὐτὸ ποὺ ὀνομάζεται πένθος καὶ λύπη εἶναι συμπεπλεγμένο μὲ τὴν χαρὰ καὶ τὴν εὐφροσύνη, ὅπως τὸ μελί μὲ τὸ κερί! Καὶ τί διδασκόμεθα ἀπὸ αὐτό; Ὅτι ἡ κατάνυξις εἶναι καθ᾿ ἑαυτὸ δῶρο τοῦ Κυρίου. Καὶ στὴν ψυχὴ ποὺ κατανύσσεται ὑπάρχει μία ἀληθινὴ ἡδονή, διότι ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μὲ μυστικὸ τρόπο παρηγορεῖ τοὺς «συντετριμμένους τῇ καρδίᾳ».
Γιὰ νὰ ἀποκτήσωμε γνήσιο καὶ καθαρὸ πένθος καὶ ὀδύνη ὠφέλιμη, (ἀφοῦ καὶ τὰ ἀντίθετα διδάσκουν), ἂς ἀκούσωμε μιὰ ψυχωφελῆ καὶ πολὺ ἀξιοθρήνητη διήγησι:
Ἔμενε ἐδῶ κάποιος μοναχὸς Στέφανος, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀσπασθῆ τὴν ἐρημικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ ζωή. Ἀγωνίσθηκε πολλὰ ἔτη στὴν μοναχικὴ παλαίστρα. Ἦταν στολισμένος μὲ νηστεῖες, καὶ ἰδιαιτέρως μὲ δάκρυα καὶ μὲ ἄλλα ἐνάρετα κατορθώματα. Εἶχε τὸ κελλί του στὴν κατάβασι τοῦ ἁγίου τούτου ὄρους, (κάτω ἀπὸ τὴν Ἁγία Κορυφή), στὸ σημεῖο ποὺ εὑρίσκεται τὸ σπήλαιο τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ.
Αὐτὸς λοιπὸν ὁ ἀείμνηστος γιὰ πιὸ ἀκριβῆ καὶ κοπιαστικὴ μετάνοια καὶ ἄσκησι, ἐπῆγε στὸν τόπο ὅπου ἔμεναν οἱ ἀναχωρηταί, ποὺ ὀνομάζεται Σίδδης. Παρέμεινε ἐκεῖ μερικὰ χρόνια μὲ ὑπερβολικὲς στερήσεις καὶ σκληρὴ ἄσκησι, ἐφ᾿ ὅσον ὁ τόπος ἦταν «ἀπαράκλητος» καὶ ἀδιάβατος σχεδὸν ἀπὸ ἀνθρώπους – ἀπεῖχε περίπου ἑβδομήντα μίλια ἀπὸ τὸ κάστρο. Ἔπειτα, γύρω στὸ τέλος τῆς ζωῆς του, ἀνεβαίνει ὁ γέροντας αὐτὸς στὸ κελλί του, κάτω ἀπὸ τὴν Ἁγία Κορυφή. Εἶχε μάλιστα καὶ δυὸ ὑποτακτικοὺς ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη πολὺ εὐλαβεῖς, οἱ ὁποῖοι καὶ τοῦ ἐφύλαγαν τὸ κελλὶ πρὶν ἐπιστρέψη.
Ἀφοῦ ἐπέρασαν ὀλίγες ἡμέρες ἔπεσε σὲ ἀσθένεια, μὲ τὴν ὁποία καὶ ἐτελείωσε τὴν ζωή του. Τὴν παραμονὴ τοῦ θανάτου του περιέπεσε σὲ ἔκστασι καὶ μὲ τὰ μάτια ἀνοικτὰ παρατηροῦσε δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τῆς κλίνης του. Σὰν νὰ τὸν ἀνέκριναν κάποιοι, ἀπαντοῦσε -τὸν ἄκουγαν ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι- καὶ ἄλλοτε ἔλεγε: «Ναί, πράγματι, ἀληθινά, πλὴν ὅμως ἐνήστευσα τόσα ἔτη γι᾿ αὐτό». Ἄλλοτε: «Ὄχι. Εἶναι ψέμα. Αὐτὸ δὲν τὸ ἔκανα». Ἔπειτα ἀπὸ λίγο: «Αὐτὸ ναί, ἀληθινὰ τὸ ἔπραξα, ἀλλὰ ἔκλαυσα, ἔκανα διακονήματα ἀγάπης». Καὶ πάλι: «Ἀληθινά μὲ κατηγορεῖτε». Μερικὲς φορὲς γιὰ ὡρισμένα ἀπαντοῦσε: «Ναί, ἀληθινά, ναί. Γι᾿ αὐτὰ δὲν ἔχω τί νὰ ἀπολογηθῶ. Ὁ Θεὸς εἶναι ἐλεήμων».
Ἦταν ἀλήθεια ἕνα θέαμα φρικτὸ καὶ φοβερό. Ἕνα δικαστήριο ἀόρατο καὶ χωρὶς ἔλεος. Καὶ τὸ φοβερώτερο, ὅτι τὸν κατηγοροῦσαν καὶ γιὰ πράγματα ποὺ δὲν εἶχε διαπράξει. Ὁ ἡσυχαστὴς αὐτὸς καὶ ἀναχωρητὴς γιὰ ὡρισμένα πταίσματά του -ἀλλοίμονο!- ἔλεγε: «Γι᾿ αὐτὰ δὲν ἔχω τί νὰ εἰπῶ». Καὶ εἶχε σαράντα περίπου ἔτη μοναχός, χωρὶς νὰ τοῦ λείπη καὶ τὸ δάκρυ!
Ἀλλοίμονο! Καὶ πάλι ἀλλοίμονο! Ποῦ ἦταν τότε ἡ φωνὴ ἐκείνη τοῦ προφήτου Ἰεζεκιήλ, γιὰ νὰ τοὺς εἰπῆ: «Ἐν ᾧ εὕρω σε, ἐκεῖ καὶ κρίνω σε, εἶπεν ὁ Θεός» (πρβλ. Ἰεζ. λγ´ 12-16). Ἀλλὰ δὲν κατώρθωσε νὰ χρησιμοποιήση μία τέτοια ἀπολογία. Γιατί ἄραγε; Ἄγνωστον. Ἂς ἔχη δόξα ὁ Θεός, ὁ μόνος ποὺ γνωρίζει. (Ἂς σημειωθῆ καὶ τοῦτο): Ὁ μοναχὸς αὐτός -μοῦ τὸ διηγήθηκαν ἀψευδεῖς μάρτυρες- στὴν ἔρημο (εἶχε τόσο χάρι), ὥστε νὰ τρέφη μὲ τὰ χέρια του καὶ λεοπάρδαλι.
Καὶ ἐνῷ συνεχιζόταν ἡ αὐστηρὰ αὐτὴ δικαστικὴ ἀνάκρισις, ἀποχωρίσθηκε τὸ σῶμα του, χωρὶς νὰ ἀφήση καμμία ἔνδειξι γιὰ τὴν κρίσι ἢ τὸ πόρισμα ἢ τὴν ἀπόφασι καὶ τὸ τέλος τῆς δίκης.
51. Ἡ χήρα ποὺ ἔχασε τὸν ἄνδρα της καὶ ἔμεινε μὲ τὸ μονάκριβο παιδί της, αὐτὸ ἔχει σὰν μόνη παρηγορία της μετὰ τὸν Κύριον. Παρόμοια καὶ γιὰ τὴν ψυχὴ ποὺ ἁμάρτησε δὲν ὑπάρχει ἄλλη καμμία παρηγορία τὴν ὥρα τοῦ θανάτου ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς κόπους τοῦ λαιμοῦ, (τὴν νηστεία δηλαδή), καὶ τὰ δάκρυα. Ὅσοι πενθοῦν ἔτσι, δὲν θὰ ψάλουν ποτὲ οὔτε θὰ ξεσπάσουν σὲ ἀλαλαγμοὺς ὕμνων, διότι ὅλα αὐτὰ ἀφανίζουν τὸ πένθος. Ἐὰν ἐπιχειρῆς μὲ αὐτὰ νὰ ἀποκτήσης τὸ πένθος, γνώριζε ὅτι εὑρίσκεσαι μακρυὰ ἀπὸ τὸν σκοπό σου. Διότι πένθος σημαίνει συνεχὴς καὶ μονιμοποιημένη κατάστασις πόνου σὲ μία φλογισμένη (ἀπὸ θεϊκὴ ἀγάπη) ψυχή.
Σὲ πολλοὺς τὸ πένθος ὑπῆρξε πρόδρομος τῆς μακαρίας ἀπαθείας, διότι προευτρέπισε τὴν ψυχὴ καὶ ἐσάρωσε καὶ ἔκαψε τὸ ὑλικὸ τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τῶν παθῶν.
52. Κάποιος «δόκιμος ἐργάτης» τοῦ ἐπαινετοῦ αὐτοῦ πένθους μοῦ ἀνέφερε τὸ ἑξῆς: «Πολλὲς φορὲς ποὺ ἐπήγαινα νὰ παρασυρθῶ στὴν κενοδοξία ἢ στὴν ὀργὴ ἢ στὴν γαστριμαργία, διαμαρτυρόταν μέσα μου ὁ λογισμὸς τοῦ πένθους καὶ μοῦ ψιθύριζε: «Μὴν κενοδοξήσης, γιατί σὲ ἐγκαταλείπω». Παρόμοια καὶ γιὰ τὰ ἄλλα πάθη. Καὶ ἐγὼ τοῦ ἀπαντοῦσα: «Δὲν θὰ σὲ παρακούσω μέχρις ὅτου μὲ ὁδηγήσης ἐμπρὸς στὸν Χριστόν».
53. Ἡ ἄβυσσος τοῦ πένθους ἀντικρύζει τὴν (ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ) παράκλησι. Καὶ ἡ καθαρότης τῆς καρδίας δέχεται τὴν (θεία) ἔλλαμψι. Ἔλλαμψις σημαίνει ἀπερίγραπτη ἐνέργεια, ἡ ὁποία κατανοεῖται χωρὶς νὰ κατανοῆται καὶ βλέπεται χωρὶς νὰ βλέπεται. Παράκλησις σημαίνει ἀνάψυξις τῆς ψυχῆς ἑνὸς πονεμένου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος σὰν νήπιο τὴν ὥρα αὐτὴ καὶ κλαυθμυρίζει μέσα του καὶ φωνάζει χαρούμενα. Ἀντίληψις σημαίνει ἀνανέωσις τῆς ψυχῆς ποὺ κατέπεσε ἀπὸ τὴν λύπη, μὲ θαυμαστὴ μεταβολὴ τῶν δακρύων τοῦ πόνου σὲ δάκρυα ἀνώδυνα.
54. Τὰ δάκρυα τοῦ θανάτου γεννοῦν τὸν φόβο. Ὁ φόβος γεννᾶ τὴν ἀφοβία, καὶ ἔτσι προβάλλει ἡ χαρά. Καὶ ὅταν λήξη ἡ χαρὰ ποὺ δὲν λήγει, προβάλλει τὸ ἄνθος τῆς εὐλογημένης ἀγάπης.
55. Ὅταν ἔρχεται στὴν ψυχή σου χαρά, νὰ τὴν διώχνης μὲ τὸ χέρι τῆς ταπεινοφροσύνης. Διότι δὲν πρέπει νὰ εἶσαι «εὐπαράδεκτος», μήπως καὶ ἀντὶ βοσκὸ ὑποδεχθῆς λύκο.
56. Μὴ βιάζεσαι νὰ φθάσης τὴν θεωρία, ἐνῷ δὲν ἦλθε ἀκόμη ἡ ὥρα της. Ἄφησε καλύτερα νὰ κυνηγήση ἐκείνη καὶ νὰ φθάση τὸ κάλλος τῆς ταπεινώσεώς σου, ὁπότε καὶ θὰ ἑνωθῆ μαζί σου μὲ αἰώνιο πάναγνο γάμο.
57. Στὶς ἀρχές, καθὼς τὸ νήπιο ἀντικρύζει τὸν πατέρα του, γεμίζει ὅλο ἀπὸ χαρά. Ὅταν ὅμως ὁ πατέρας ἀπουσιάση ὡρισμένο καιρὸ σκόπιμα καὶ ἔπειτα ἐπιστρέψη, τότε τὸ παιδὶ εἶναι γεμάτο καὶ ἀπὸ χαρὰ καὶ ἀπὸ λύπη. Ἀπὸ χαρά, διότι εἶδε αὐτὸν ποὺ ποθοῦσε, καὶ ἀπὸ λύπη, διότι τόσο καιρὸ στερήθηκε τὴν καλλονὴ τοῦ προσώπου του.
58. Μερικὲς φορὲς κρύπτεται ἡ μητέρα ἀπὸ τὸ βρέφος της, καὶ ἐνῷ αὐτὸ τὴν ἀναζητεῖ κλαίοντας, ἐκείνη χαίρεται. Μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ μαθαίνει νὰ προσκολλᾶται πάντοτε κοντά της, καὶ ἀναφλέγει ἔντονα τὴν ἀγάπη καὶ τὸ φίλτρο ποὺ ἔχει γι᾿ αὐτήν. (Αὐτὰ ἔχουν κάποιο μυστικὸ νόημα). «Ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω» (Ματθ. ια´ 15), λέγει ὁ Κύριος (1).
59. Ἐκεῖνος ποὺ ἄκουσε τὴν καταδικαστικὴ ἀπόφασι τοῦ θανάτου του, δὲν θὰ ἐνδιαφερθῆ πλέον γιὰ προγραμματισμοὺς θεατρικῶν παραστάσεων. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ πενθεῖ πραγματικά, δὲν θὰ σκεφθῆ ποτὲ τὴν τρυφὴ ἢ τὴν δόξα ἢ τὸν θυμὸ καὶ τὴν ἔξαψι τῆς ὀργῆς.
60. Πένθος σημαίνει μονιμοποιημένη κατάστασις ὀδύνης στὴν ψυχὴ ποὺ μετανοεῖ. Ἡ ὀδύνη αὐτὴ γεννᾶ καθημερινὰ ὀδύνη ἐπάνω στὴν ὀδύνη, σὰν γυναίκα «τίκτουσα καὶ ὡδίνουσα».
61. Ὁ Κύριος εἶναι δίκαιος καὶ ὅσιος. Καὶ σὲ ὅποιον ἀσκεῖται κανονικὰ στὴν ἡσυχία, ἀνάλογα τοῦ χαρίζει κατάνυξι. Καὶ ὅποιον ἀσκεῖται στὴν ὑποταγὴ κανονικά, κάθε ἡμέρα τὸν εὐφραίνει. Ὅποιος ὅμως δὲν ζῆ καθαρὰ καὶ ἀνόθευτα τὴν μία ἀπὸ τὶς δυὸ αὐτὲς ἀσκήσεις στερεῖται τὸ πένθος.
62. Διῶξε τον ἐκεῖνον τὸν «κύνα» ποὺ πλησιάζει, ὅταν πενθῆς ὑπερβολικὰ γιὰ τὶς ἁμαρτίες σου, καὶ σοῦ ψιθυρίζει ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἄσπλαγχνος καὶ ἀσυμπαθής. Διότι, ἐὰν προσέξης τὴν τακτική του, θὰ διαπιστώσης ὅτι πρὶν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία σοῦ παρουσιάζει τὸν Θεὸν εὐσπλαγχνικὸ καὶ συγχωρητικό.
63. Ἡ ἐπίμονος ἀπασχόλησις καὶ ἄσκησις (στὸ πένθος) δημιουργεῖ τὴν συνεχῆ καλλιέργειά του. Ἡ συνεχὴς καλλιέργεια ὁδηγεῖ στὴν γεῦσι του. Καὶ ἐκεῖνο ποὺ γευόμεθα καὶ συναισθανόμεθα τὴν ἀξία του εἶναι δύσκολο νὰ μᾶς τὸ ἀφαιρέσουν.
64. Ὁσονδήποτε ὑψηλὴ καὶ ἂν εἶναι ἡ ἀσκητική μας ζωή, ἐὰν δὲν ὑπάρχη πόνος στὴν καρδιά μας, ἀποβαίνει νοθευμένη καὶ ἀνωφελής.
65. Πρέπει, πρέπει ὁπωσδήποτε, γιὰ νὰ τὸ εἰπῶ ἔτσι, ὅσοι ἐμολύνθηκαν καὶ μετὰ τὸ βάπτισμα, νὰ ἀφαιρέσουν τὴν πίσσα ἀπὸ τὰ χέρια τους, μὲ φωτιὰ καὶ μὲ λάδι, μὲ τὴν ἀκατάπαυστη δηλαδὴ φλόγα τῆς καρδιᾶς τους καὶ μὲ τὸ λάδι τῆς θεϊκῆς εὐσπλαγχνίας.
66. Εἶδα ἐγὼ σὲ μερικοὺς ἕνα ἀκρότατο ὅριο πένθους. Νὰ βγάζουν δηλαδὴ ἀπὸ τὸ στόμα τους αἷμα, ποὺ προερχόταν ἀπὸ τὴν πικραμένη καὶ πληγωμένη καρδιά τους. Καὶ ἐνθυμήθηκα τὰ λόγια του Ψαλμῳδοῦ: «Ἐπλήγην ὡσεὶ χόρτος καὶ ἐξηράνθη ἡ καρδία μου» (Ψαλμ. ρα´ 5).
67. Τὰ δάκρυα τοῦ φόβου (τοῦ Θεοῦ) περιέχουν μέσα τους τὸν τρόμο καὶ τὴν προφύλαξι. Τὰ δάκρυα ὅμως τῆς ἀγάπης, πρὶν ἀπὸ τὴν κατάκτησι τῆς τελείας ἀγάπης, εἶναι κάπως ἐκτεθειμένα σὲ κίνδυνο, ἐκτὸς ἐὰν τὸ εὐλογημένο πῦρ τῆς ἀγάπης τὸν καιρὸ τῆς ἐνεργείας του πυρακτώση πολὺ τὴν καρδιά. Εἶναι δὲ ἀξιοθαύμαστο, ὅτι τὰ δάκρυα τοῦ φόβου, ὁ ὁποῖος εἶναι ταπεινότερο καὶ κατώτερο πράγμα, εἶναι ἀσφαλέστερα στὸν καιρό τους ἀπὸ τὰ δάκρυα τῆς ἀγάπης.
68. Ὑπάρχουν οὐσίες ποὺ ξηραίνουν τὶς πηγὲς τῶν δακρύων μας, καὶ ἄλλες ποὺ ἐπὶ πλέον δημιουργοῦν μέσα στὶς πηγὲς βόρβορο καὶ γεννοῦν θηρία. Καὶ παράδειγμα τοῦ ἑνὸς εἶναι ὁ Λὼτ ποὺ συνευρέθη παράνομα μὲ τὶς θυγατέρες του, ἐνῷ τοῦ ἄλλου ὁ διάβολος ποὺ ἐξέπεσε ἀπὸ τὴν ἀγγελική του κατάστασι (2).
69. Εἶναι μεγάλη ἡ κακία τῶν ἐχθρῶν μας: Τὶς μητέρες τῶν ἀρετῶν τὶς μετατρέπουν σὲ μητέρες κακιῶν! Καὶ τὶς αἰτίες τῆς ταπεινώσεως τὶς κάνουν αἰτίες ὑπερηφανείας.
70. Πολλὲς φορὲς ὁδηγεῖ τὸν νοῦ μας σὲ κατάνυξι καὶ ἡ τοποθεσία ποὺ μένομε καὶ ἡ θέα ποὺ ἔχει. Ἂς σὲ πείσουν γι᾿ αὐτὸ ὁ Κύριος, ὁ Ἠλίας καὶ ὁ Ἰωάννης, οἱ ὁποῖοι προσεύχονταν κατὰ μόνας (σὲ διαλεγμένους ἐρημικοὺς τόπους).
71. Συνήντησα πολλὲς φορὲς μέσα στὸν θόρυβο τῶν πόλεων δάκρυα. (Προέρχονταν ἀπὸ δαιμονικὴ συνεργία). Ἦταν γιὰ νὰ μᾶς σπρώξουν πρὸς τὸν κόσμο, μὲ τὴν ἰδέα ὅτι δὲν βλαπτόμεθα καθόλου ἀπὸ τὸν θόρυβο. Σ᾿ αὐτὸ ἀποσκοποῦσαν οἱ πονηροὶ δαίμονες.
72. Ἕνας λόγος πολλὲς φορὲς ὑπῆρξε ἱκανὸς νὰ διασκορπίση τὸ πένθος. Εἶναι δὲ ἀξιοθαύμαστο, ἐὰν ἕνας λόγος μπόρεσε νὰ τὸ συγκεντρώση πάλι.
73. Δὲν θὰ κατηγορηθοῦμε, ἀγαπητοί μου, δὲν θὰ κατηγορηθοῦμε τὴν ὥρα τοῦ θανάτου μας, διότι δὲν ἐθαυματουργήσαμε ἢ διότι δὲν ἐθεολογήσαμε ἢ διότι δὲν ἐγίναμε θεωρητικοί. Ὁπωσδήποτε ὅμως θὰ δώσωμε λόγο στὸν Θεὸν διότι δὲν ἐπενθήσαμε συνεχῶς.
Βαθμὶς ἑβδόμη! Ὅποιος ἀξιώθηκε νὰ τὴν ἀνεβῆ, ἂς βοηθήση κι ἐμένα.
Διότι αὐτὸς πλέον ἐβοηθήθηκε, ἀφοῦ μὲ τὴν ἑβδόμη βαθμίδα ἔπλυνε τὶς κηλίδες τῆς παρούσης ζωῆς.
----------
1. Ὡς μητέρα θὰ νοηθῆ ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐδῶ ἔχομε ἐμφανῆ ἐπίδρασι τῶν ὁμιλιῶν τοῦ Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου, ὅπου συχνὰ γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἐπουράνιο μητέρα, τὴν χάρι δηλαδὴ τοῦ Πνεύματος: «Αἱ ψυχαὶ αἱ ἐν τῇ νηπιότητι τοῦ κόσμου τυγχάνουσαι καὶ ὑπὸ τῶν παθῶν συνεχόμεναι... τὴν ἐπουράνιον μητέρα, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, κλαυθμῷ καὶ βοῇ ζητοῦσαι ἐπὶ μηδενὶ ἐπαναπαυόμεναι τοῦ κόσμου τούτου...» (ὁμιλ. 84).
2. Παλαιὸς σχολιαστὴς σημειώνει: «Ὗλες ποὺ ξηραίνουν τὶς πηγὲς τῶν δακρύων εἶναι ὁ οἶνος, ὅταν πίνεται χωρὶς μέτρο», ὅπως συνέβη στὴν περίπτωσι τοῦ Λώτ (Γεν. ιθ´ 30-36). Καὶ συμπληρώνει: «Ἄλλες ὕλες, ἂς τὶς εἰποῦμε ἔτσι, εἶναι, νομίζω, ἡ ἐξουσία καὶ ἡ ὑπερβολικὴ τιμή. Αὐτὲς προκαλοῦν τὴν ὑπερηφάνεια μὲ τὴν ὁποία ἐξέπεσε ὁ διάβολος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου