(Διὰ τὴν πραγματικὴν καὶ γνησίαν μετάνοια
καὶ διὰ τοὺς ἁγίους καταδίκους καὶ διὰ τὴν Φυλακήν)
Ο ΙΩΑΝΝΗΣ κάποτε, (τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως), ἔτρεξε πρὶν ἀπὸ τὸν Πέτρο (στὸν τάφο τοῦ Κυρίου). Καὶ ἐμεῖς ἐτοποθετήσαμε τὸν λόγο τῆς ὑπακοῆς πρὶν ἀπὸ τὸν λόγο τῆς μετανοίας. Διότι ὁ Ἰωάννης ἔγινε τύπος ὑπακοῆς, ἐνῷ ὁ Πέτρος μετανοίας.
2. Μετάνοια σημαίνει ἀνανέωσις τοῦ βαπτίσματος. Μετάνοια σημαίνει συμφωνία μὲ τὸν Θεὸν γιὰ νέα ζωή. Μετανοῶν σημαίνει ἀγοραστὴς τῆς ταπεινώσεως. Μετάνοια σημαίνει μόνιμος ἀποκλεισμὸς κάθε σωματικῆς παρηγορίας. Μετάνοια σημαίνει σκέψις αὐτοκατακρίσεως, ἀμεριμνησία γιὰ ὅλα τὰ ἄλλα καὶ μέριμνα γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ ἑαυτοῦ μας. Μετάνοια σημαίνει θυγατέρα τῆς ἐλπίδος καὶ ἀποκήρυξις τῆς ἀπελπισίας. Μετανοῶν σημαίνει κατάδικος ἀπηλλαγμένος ἀπὸ αἰσχύνη.
Μετάνοια σημαίνει συμφιλίωσις μὲ τὸν Κύριον, μὲ ἔργα ἀρετῆς ἀντίθετα πρὸς τὰ παραπτώματά μας. Μετάνοια σημαίνει καθαρισμὸς τῆς συνειδήσεως. Μετάνοια σημαίνει θεληματικὴ ὑπομονὴ ὅλων τῶν θλιβερῶν πραγμάτων. Μετανοῶν σημαίνει ἐπινοητὴς τιμωριῶν τοῦ ἑαυτοῦ του. Μετάνοια σημαίνει ὑπερβολικὴ ταλαιπωρία τῆς κοιλίας (μὲ νηστεία) καὶ κτύπημα τῆς ψυχῆς μὲ ὑπερβολικὴ συναίσθησι.
3. Τρέξατε καὶ ἐλᾶτε. Ἐλᾶτε ὅλοι ὅσοι παρωργίσατε τὸν Θεόν, γιὰ νὰ ἀκούσετε αὐτὰ ποὺ ἔχω νὰ σᾶς διηγηθῶ. Συγκεντρωθῆτε γιὰ νὰ ἰδῆτε αὐτὰ ποὺ μοῦ ἔδειξε ὁ Θεὸς πρὸς οἰκοδομήν. Ἂς τοποθετήσωμε πρώτη καὶ ἂς προτιμήσωμε μιὰ διήγησι ποὺ ἀναφέρεται σὲ τιμημένους ἐργάτες τῆς ἀρετῆς ποὺ ζοῦσαν χωρὶς τιμή.
4. Ὅσοι ἀνέλπιστα ἐπέσαμε σὲ κάποια ἁμαρτία, ἂς τὰ ἀκούσωμε αὐτὰ καὶ ἂς τὰ κρατήσωμε καὶ ἂς τὰ μιμηθοῦμε. Σηκωθῆτε καὶ καθήσατε (νὰ ἀκούσετε) ἐσεῖς ποὺ εἶσθε πεσμένοι ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες. Δῶστε προσοχὴ στὸν λόγο μου, ἀδελφοί μου. Ἀνοίξατε τὰ αὐτιά σας ὅλοι ἐσεῖς ποὺ θέλετε μὲ πραγματικὴ ἐπιστροφὴ νὰ συμφιλιωθῆτε πάλι μὲ τὸν Θεόν.
5. Ὅταν ἄκουσα ἐγὼ ὁ μικρὸς καὶ ἀδύνατος ὅτι ἦταν σπουδαῖος καὶ θαυμαστὸς ὁ τρόπος τῆς ζωῆς καὶ ἡ ταπείνωσις αὐτῶν ποὺ ἔμεναν στὴν ἀπομονωμένη Μονή, τὴν λεγόμενη Φυλακή, ἡ ὁποία ὑπαγόταν στὸν ἐξαίρετο ἐκεῖνο φωστήρα ποὺ προαναφέραμε, παρεκάλεσα τὸν ὅσιο νὰ τὴν ἐπισκεφθῶ. Καὶ πράγματι ὑπεχώρησε στὴν παράκλησί μου ὁ μέγας Ποιμήν, μὴ θέλοντας ποτὲ νὰ λυπήση ἄνθρωπο.
Μόλις ἔφθασα λοιπὸν στὴ Μονὴ αὐτῶν ποὺ μετανοοῦσαν, καὶ στὸν τόπο αὐτῶν ποὺ ἀληθινὰ πενθοῦσαν, ἀντίκρυσα πραγματικά, ἂν μποροῦμε νὰ τὸ εἰποῦμε, πράγματα ποὺ ὀφθαλμὸς ἀμελοῦς ἀνθρώπου δὲν εἶδε καὶ αὐτὶ ρᾳθύμου δὲν ἄκουσε καὶ νοῦς ἀνθρώπου ὀκνηροῦ δὲν ἐφαντάσθηκε (πρβλ. Α´ Κορ. β´ 9). Εἶδα καὶ ἄκουσα πράγματα καὶ λόγια ποὺ ἔχουν τὴν δύναμι νὰ ἐκβιάσουν τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τρόπους καὶ μορφὲς ἀσκήσεως ποὺ μποροῦσαν νὰ κάμψουν σύντομα τὴν φιλανθρωπία Του.
Ἄλλους ἀπὸ τοὺς ἐνόχους αὐτοὺς καὶ ὄχι πλέον ἐνόχους, τοὺς εἶδα νὰ ἵστανται ὅλη τὴν νύκτα μέχρι τὸ πρωὶ στὴν ὕπαιθρο. Νὰ ἔχουν τὰ πόδια ἀκίνητα. Ἀπὸ τὴν πίεσι τοῦ ὕπνου καὶ τὴν βία ποὺ ἐξασκοῦσαν ἐπάνω στὴν φύσι τους νὰ πηγαίνουν πέρα-δώθε κατὰ τρόπο ἀξιολύπητο. Νὰ μὴ προσφέρουν στὸν ἑαυτό τους καμμία ἀνάπαυσι. Ἀντίθετα δὲ νὰ τὸν ἐπιπλήττουν, νὰ τὸν ξυπνοῦν καὶ νὰ τοῦ ἐπιτίθενται μὲ «ἀτιμίες» καὶ ὕβρεις. Ἄλλους τοὺς εἶδα νὰ ἀτενίζουν τὸν οὐρανὸ μὲ ὕφος ἀξιολύπητο, καὶ μὲ ὀδυρμοὺς καὶ κραυγὲς νὰ ἐπικαλοῦνται ἀπὸ ἐκεῖ τὴν βοήθεια.
Ἄλλους νὰ ἵστανται στὴν προσευχὴ δένοντας τὰ χέρια πίσω σὰν τοὺς καταδίκους, σκύβοντας τὸ σκυθρωπό τους πρόσωπο κάτω, κρίνοντας καὶ καταδικάζοντας τὸν ἑαυτό τους ἀνάξιο νὰ ἀτενίση πρὸς τὸν οὐρανό. Νὰ μὴν ἔχουν νὰ εἰποῦν ἢ νὰ προσφέρουν κάτι στὸν Θεόν, ἀπὸ τὴν ἀμηχανία ποὺ τοὺς προκαλοῦσε ἡ σκέψις καὶ ἡ συναίσθησις τῆς ἁμαρτωλότητός των. Νὰ μὴν εὑρίσκουν πῶς ἢ ἀπὸ ποῦ νὰ ἀρχίσουν τὴν ἱκεσία. Νὰ παρουσιάζουν μόνο στὸν Θεὸ μία ψυχὴ ἀμίλητη καὶ ἕναν νοῦ ἄφωνο γεμάτο ἀπὸ σκοτισμὸ καὶ ἀπὸ κάποια ἀπελπισία.
Ἄλλοι πάλι νὰ κάθωνται στὸ ἔδαφος σὲ σάκκο καὶ σποδό, νὰ ἔχουν τὸ πρόσωπο χωμένο στὰ γόνατα καὶ νὰ κτυποῦν τὸ μέτωπο στὴ γῆ. Ἄλλοι νὰ κτυποῦν συνεχῶς τὸ στῆθος τους, νὰ καταδικάζουν καὶ νὰ ἀνακαλοῦν τὴν ἁμαρτωλή τους ψυχὴ καὶ ζωή. Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔβρεχαν τὸ ἔδαφος μὲ τὰ δάκρυά τους. Καὶ μερικοὶ ποὺ δὲν εἶχαν δάκρυα ἐπλήγωναν τὸ σῶμα τους μὲ δυνατὰ κτυπήματα. Ἄλλοι, ποὺ δὲν μποροῦσαν νὰ ὑποφέρουν τὴν πίεση τῆς καρδιᾶς, ὠλόλυζαν γιὰ τὴν ψυχή τους ὡσὰν γιὰ νεκρό. Καὶ ἄλλοι ἐβογγοῦσαν ἐσωτερικὰ καὶ ἐμπόδιζαν νὰ ἐξέλθη ἀπὸ τὸ στόμα τὸ βογγητό. Μερικὲς ὅμως φορές, μὴ μπορώντας νὰ συγκρατηθοῦν, ἀναστέναζαν ἀπότομα.
Εἶδα ἐκεῖ μερικοὺς ποὺ ἔδειχναν σὰν παράφρονες, τόσο μὲ τὰ φερσίματά τους, ὅσο καὶ μὲ τὸ κλείσιμο στὸν ἑαυτό τους. Ἔδειχναν σὰν ἀποσβολωμένοι ἀπὸ τὴν πολλὴ ἀδημονία, γεμάτοι σκοτισμὸ καὶ σχεδὸν ἀναίσθητοι γιὰ κάθε πράγμα τῆς παρούσης ζωῆς. Εἶχαν πλέον βυθίσει τὸν νοῦ τους στὴν ἄβυσσο τῆς ταπεινώσεως, καὶ μὲ τὸ πῦρ τῆς θλίψεως εἶχαν τηγανίσει καὶ καταξηράνει τὰ δάκρυα τῶν ὀφθαλμῶν τους. Ἄλλους νὰ κάθωνται μὲ σύννοια, νὰ σκύβουν στὴν γῆ, νὰ κινοῦν ἀδιάκοπα τὸ κεφάλι τους, νὰ ἀναστενάζουν καὶ νὰ μουγκρίζουν ὡσὰν λεόντες μέσα ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς των, μέσα ἀπὸ τὰ δόντια τους.
Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς προσεύχονταν γεμάτοι ἐλπίδα καὶ ἐπιζητοῦσαν τελεία ἄφεσι. Ἄλλοι ἀπὸ ἀνέκφραστη ταπείνωσι κατεδίκαζαν καὶ ἔκριναν τὸν ἑαυτό τους ἀνάξιο συγχωρήσεως, καὶ ἔκραζαν πὼς δὲν μποροῦν νὰ ἀπολογηθοῦν στὸν Θεόν. Μερικοὶ ἐκλιπαροῦσαν νὰ τιμωρηθοῦν ἐδῶ, γιὰ νὰ ἐλεηθοῦν ἐκεῖ. Ἄλλοι ποὺ ἦταν συντετριμμένοι ἀπὸ τὸ βάρος τῆς συνειδήσεως, ἔλεγαν μὲ εἰλικρινῆ πόθο: «Εἴμαστε εὐχαριστημένοι, ἐὰν οὔτε κολασθοῦμε οὔτε ἀξιωθοῦμε τῆς ἐπουρανίου βασιλείας».
Εἶδα ἐκεῖ μέσα ψυχὲς ταπεινὲς καὶ συντετριμμένες ποὺ ἐλύγιζαν ἀπὸ τὸ βάρος τοῦ φορτίου τῶν ἁμαρτιῶν καὶ μὲ τὶς κραυγές τους πρὸς τὸν Θεὸν μποροῦσαν νὰ κάνουν καὶ τὶς ἀναίσθητες πέτρες νὰ ραγίσουν. Σκυμμένοι πρὸς τὴν γῆ ἐκραύγαζαν: «Τὸ γνωρίζομε. Τὸ γνωρίζομε. Μᾶς ἀξίζει κάθε τιμωρία καὶ κάθε κόλασις. Καὶ δικαίως. Καὶ ἂν ἀκόμη συναθροίζαμε ὅλη τὴν οἰκουμένη νὰ πενθῆ γιὰ ἐμᾶς, δὲν θὰ ἦταν ἀρκετὸ νὰ μᾶς δικαιώση γιὰ τὰ τόσα μας χρέη. Ἕνα ὅμως μόνο παρακαλοῦμε, ἕνα δυσωποῦμε, ἕνα ἱκετεύουμε: «Μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξης ἡμᾶς, μηδὲ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσης ἡμᾶς» (Ψαλμ. στ´ 2). Μήτε νὰ μᾶς τιμωρήσης μὲ τὴν δικαία κρίσι σου. Ἀλλὰ νὰ μᾶς ἀντιμετωπίσης μὲ τὴν ἐπιείκειά σου καὶ ἀρκεῖ αὐτὴ νὰ μᾶς ἀπαλλάξη ὀλίγο ἀπὸ τὴν βαρειὰ ἀπειλή σου καὶ ἀπὸ τὶς κρυφὲς καὶ ἄγνωστες τιμωρίες τῆς κολάσεως. Δὲν τολμοῦμε νὰ ζητήσουμε τελεία ἄφεσι, διότι πῶς νὰ τὸ κάνουμε αὐτό; Ἄνθρωποι, ποὺ δὲν ἐφυλάξαμε καθαρὸ τὸ μοναχικό μας ἐπάγγελμα, ἀλλὰ τὸ ἐμολύναμε καὶ μάλιστα μετὰ ἀπὸ τὴν φιλανθρωπία καὶ συγχώρησι ποὺ προηγήθηκε, (τὴν συγχώρησι τῶν μετὰ τὸ βάπτισμα καὶ πρὸ τῆς κουρᾶς ἁμαρτιῶν).
Μποροῦσε ἐκεῖ, ἀγαπητοί μου, μποροῦσε ἐκεῖ νὰ ἰδῆ κανεὶς νὰ πραγματοποιοῦνται πλήρως τὰ λόγια τοῦ Δαβίδ. Μποροῦμε νὰ ἰδῆ «ἀνθρώπους ποὺ ἦταν ταλαιπωρημένοι καὶ κυρτωμένοι συνεχῶς μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς τους, ποὺ ὅλη τὴν ἡμέρα περπατοῦσαν σκυθρωποί, ποὺ ἀνέδιδαν δυσοσμία ἀπὸ τὶς σαπισμένες πληγὲς τοῦ σώματός τους, ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἐφρόντιζαν τὸν ἑαυτόν τους, ποὺ ξεχνοῦσαν νὰ φάγουν τὸν ἄρτο τους, ποὺ ἔπιναν τὸ ὕδωρ ἀναμεμειγμένο μὲ δάκρυα, καὶ ἔτρωγαν χῶμα καὶ στάχτη μαζὶ μὲ τὸν ἄρτο, ποὺ εἶχαν τὰ ὀστὰ κολλημένα στὸ δέρμα καὶ ὠμοίαζαν μὲ ξηρὸ χορτάρι» (Ψαλμ. λζ´ 7, 6, ρα´ 5, 10, 6, 12). Τίποτε ἄλλο δὲν μποροῦσες νὰ ἀκούσης ἀπὸ αὐτούς, παρὰ μόνο τοῦτα τὰ λόγια: οὐαὶ – οὐαί, ἀλλοίμονο – ἀλλοίμονο, δίκαια – δίκαια, λυπήσου μας – λυπήσου μας, Δέσποτα. Ἄλλοι ἔλεγαν: ἐλέησέ μας – ἐλέησέ μας. Καὶ ἄλλοι ἀκόμη πιὸ λυπητερά: συγχώρησέ μας – συγχώρησέ μας, Δέσποτα, ἐὰν εἶναι δυνατόν.
Μποροῦσες νὰ ἰδῆς ἐκεῖ φλογισμένες γλῶσσες ποὺ ἐκρέμονταν ἔξω ἀπὸ τὸ στόμα ὅπως τῶν σκύλων. Ἄλλοι ἐτιμωροῦσαν τὸν ἑαυτό τους στὸν καύσωνα, καὶ ἄλλοι τὸν ἐβασάνιζαν στὸ ψύχος. Μερικοὶ ἐδοκίμαζαν ἀπὸ τὸ ὕδωρ τόσο, ὅσο μόνο γιὰ νὰ μὴν ἀποθάνουν ἀπὸ τὴν δίψα. Καὶ μερικοὶ ἀφοῦ ἔτρωγαν ὀλίγο ἀπὸ τὸν ἄρτο, τὸν ὑπόλοιπο τὸν ἐπετοῦσαν μὲ τὸ χέρι μακρυά, λέγοντας πὼς εἶναι ἀνάξιοι νὰ γευθοῦν τὴν τροφὴ τῶν λογικῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ διέπραξαν τὰ ἔργα τῶν ἀλόγων ζῴων.
Ποῦ νὰ ἐμφανισθῆ ἀνάμεσα σ᾿ αὐτοὺς γέλιο; Ποῦ ἀργολογία; Ποῦ θυμός; Ποῦ ὀργή; Αὐτοὶ δὲν ἐγνώριζαν ἂν ὑπάρχη ἀκόμη ὀργὴ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, διότι τὸ πένθος εἶχε σβήσει τελείως τὸν θυμὸ μέσα τους. Ποῦ νὰ συναντήσεις τὴν ἀντιλογία; Ποῦ ἑορτή; Ποῦ παρρησία; Ποῦ εὐχαρίστησι καὶ περιποίησι τοῦ σώματος; Ποῦ ἴχνος κενοδοξίας; Ποῦ ἐλπίδα τρυφῆς; Ποῦ ἐνθύμησις οἴνου; Ποῦ γεῦσι φρούτων; Ποῦ παρηγορία χύτρας; Ποῦ γλύκισμα γιὰ τὸν λάρυγγα; Ὅλων τούτων ἡ ἐλπίδα εἶχε σβήσει γι᾿ αὐτούς. Ποῦ νὰ συναντήσης σ᾿ αὐτοὺς μέριμνα γιὰ ἐπίγεια πράγματα; Ποῦ κατάκρισι κάποιου ἀνθρώπου; Πουθενά!
Ὅσα ἔλεγαν καὶ ἐκραύγαζαν αὐτοὶ πρὸς τὸν Κύριον ἦταν τὰ ἑξῆς: Μερικοί, ὡσὰν νὰ ἵσταντο ἐμπρὸς στὴν πύλη τοῦ οὐρανοῦ, ἐκτυποῦσαν δυνατὰ τὸ στῆθος καὶ ἔλεγαν πρὸς τὸν Θεόν: «Ἄνοιξέ μας, ἄνοιξε, ὦ δικαστά, ἄνοιξέ μας, ἀφοῦ ἐμεῖς μὲ τὶς ἁμαρτίες μας ἐκλείσαμε γιὰ τὸν ἑαυτό μας τὴν πύλη». Ἄλλοι ἔλεγαν: «Ἐπίφανον τὸ πρόσωπόν σου μόνον, καὶ σωθησόμεθα» (Ψαλμ. οθ´ 4). Ἕνας ἔλεγε: «Ἐπίφανον τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις ταπεινοῖς» (Ἡσ. θ´ 2). Ἄλλος πάλι: «Ἂς μᾶς προλάβουν γρήγορα, Κύριε, οἱ οἰκτιρμοί σου, διότι ἐχαθήκαμε, διότι ἀπελπισθήκαμε, διότι ἐσβήσαμε τελείως» (Ψαλμ. οη´ 8).
Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔλεγαν: «Θὰ φανερωθῆ ἄραγε πλέον σ᾿ ἐμᾶς ὁ Κύριος»; Καὶ ἄλλοι: «Ἐξώφλησε ἄραγε ἡ ψυχή μας τὸ χρέος τὸ ἀνυπέρβλητο»; Ἄλλος: «Θὰ καταπραϋνθῆ ἄραγε τώρα πλέον ἀπὸ ἐμᾶς ὁ Κύριος; Θὰ τὸν ἀκούσωμε ἄραγε νὰ λέγη σ᾿ ἐμᾶς τοὺς δεμένους μ᾿ ἄλυτα δεσμά, «ἐξέλθετε»; Καὶ σ᾿ ἐμᾶς ποὺ εὑρισκόμαστε στὸν ᾅδη τῆς μετανοίας, «εἶσθε συγχωρημένοι»; Ἔφθασε ἄραγε ἡ κραυγή μας στὰ αὐτιὰ τοῦ Κυρίου»;
Ὅλοι ἐπερνοῦσαν τὸν καιρό τους ἔχοντας συνεχῶς ἐμπρὸς στοὺς ὀφθαλμούς των τὸν θάνατο καὶ λέγοντας:
«Ἄραγε ποιὰ θὰ εἶναι ἡ κατάληξις; Ἄραγε ποιὰ θὰ εἶναι ἡ ἀπόφασις; Ἄραγε ποιὸ θὰ εἶναι τὸ τέλος μας; Ἄραγε ὑπάρχει ἐπαναφορά; Ἄραγε ὑπάρχει συγχώρησις σ᾿ ἐμᾶς τοὺς σκοτεινούς, τοὺς ταπεινούς, τοὺς καταδίκους; Ἄραγε μπόρεσε ἡ δέησίς μας νὰ φθάση ἐνώπιον τοῦ Κυρίου ἢ ἐγύρισε πίσω ταπεινωμένη καὶ ντροπιασμένη; Ἄραγε, ἂν ἔφθασε, τί κατώρθωσε; πόσο Τὸν ἐξευμένισε; πόσο ὠφέλησε; πόσο ἐνήργησε; διότι ἐβγῆκε ἀπὸ ἀκάθαρτα στόματα καὶ σώματα καὶ δὲν ἔχει πολλὴ δύναμι. Ἄραγε μᾶς συμφιλίωσε τελείως μὲ τὸν Κριτή; Ἄραγε ἐν μέρει; Ἄραγε γιὰ τὰ μισὰ τραύματά μας; ἐπειδὴ εἶναι πράγματι μεγάλα καὶ χρειάζονται πολλοὺς ἱδρῶτες καὶ μόχθους. Ἄραγε μᾶς ἐπλησίασαν καθόλου οἱ φύλακές μας (ἄγγελοι) ἢ ἵστανται ἀκόμη μακρυά; Ἐὰν ἐκεῖνοι δὲν μᾶς πλησιάσουν, ὅλοι μας οἱ κόποι εἶναι μάταιοι καὶ ἀνωφελεῖς, διότι ἡ προσευχή μας, ἐὰν δὲν τὴν πάρουν οἱ προστάτες μας ἄγγελοι, ἐρχόμενοι πλησίον μας, καὶ τὴν προσφέρουν στὸν Κύριον, δὲν ἔχει δύναμη παρρησίας οὔτε φτερὰ καθαρότητος γιὰ νὰ φθάση σ᾿ Αὐτόν».
Γι᾿ αὐτὰ πολλὲς φορὲς καὶ μεταξύ τους ἀποροῦσαν καὶ ἔλεγαν: «Ἄραγε, ἀδελφοί, κατορθώνομε τίποτε; Ἄραγε ἐπιτυγχάνωμε αὐτὸ ποὺ ζητοῦμε; Ἄραγε μᾶς δέχεται πάλι ὁ Θεός; Ἄραγε μᾶς ἀνοίγει τὴν θύρα»;
Καὶ οἱ ἄλλοι ἀπαντοῦσαν:
«Ποιὸς ξέρει -ὅπως τὸ εἶπαν οἱ ἀδελφοί μας οἱ Νινευίτες- μήπως μεταμεληθῆ ὁ Κύριος καὶ μᾶς λυτρώση ἀπὸ τὴν μεγάλη ἔστω τιμωρία; (Ἰωνᾶ γ´ 9). Ἐμεῖς ὅμως ἂς πράξωμε ὅ,τι ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐμᾶς. Καὶ ἂν μέν μᾶς ἀνοίξη, πολὺ καλά, εἰδεμὴ «εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεός», ὁ ὁποῖος δίκαια μᾶς ἔκλεισε ἔξω. Πλὴν ὅμως ἂς ἐπιμείνωμε κτυπώντας μέχρι τὸ τέλος τῆς ζωῆς μας, καὶ ἴσως, βλέποντας τὴν πολλή μας ἀναίδεια καὶ ἐπιμονή, μᾶς ἀνοίξη ὁ Ἀγαθός».
Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔλεγαν παρακινώντας τοὺς ἑαυτούς των:
«Δράμωμεν, ἀδελφοί, δράμωμεν. Ἔχομεν ἀνάγκη δρόμου καὶ μάλιστα δρόμου σκληροῦ, διότι ἔχομε μείνει πίσω ἀπὸ τὴν καλή μας συνοδία. Ἂς τρέξωμε χωρὶς νὰ λογαριάζωμε τὴν ἀκάθαρτη καὶ ταλαίπωρη σάρκα μας. Ἂν τὴν φονεύσωμε καὶ ἐμεῖς, ὅπως μᾶς ἐφόνευσε καὶ αὐτή».
Ἔτσι καὶ ἔκαναν οἱ μακάριοι ἐκεῖνοι ὑπόδικοι.
Ἔβλεπες σ᾿ αὐτοὺς γόνατα ἀποσκληρυμένα ἀπὸ τὶς πολλὲς μετάνοιες. Ὀφθαλμοὺς λυωμένους καὶ βυθισμένους στὸ βάθος τῶν κόγχων. Ἀπογυμνωμένοι ἀπὸ τρίχες, μὲ μάγουλα πληγωμένα καὶ φλογισμένα ἀπὸ τὴν φλόγα τῶν θερμῶν δακρύων.
Ἔβλεπες πρόσωπα ὠχρὰ καὶ καταμαραμένα ποὺ δὲν ξεχώριζαν καθόλου ἀπὸ πρόσωπα νεκρῶν. Στήθη ποὺ ἐπονοῦσαν ἀπὸ τὰ κτυπήματα καὶ αἱματηρὰ πτύελα ποὺ προέρχονταν ἀπὸ τὰ γρονθοκοπήματα τοῦ στήθους.
Ποῦ νὰ εὑρεθῆ ἐκεῖ στρῶμα; Ποῦ καθαρὸ ἢ στερεὸ ἔνδυμα; Ὅλα ἦταν σχισμένα, ἀκάθαρτα καὶ σκεπασμένα μὲ ψεῖρες. Ποῦ νὰ συγκριθῆ μὲ τὴν ἰδική τους ταλαιπωρία ἡ ταλαιπωρία τῶν δαιμονισμένων; Ποῦ ἐκείνων ποὺ θρηνοῦν τοὺς νεκρούς; Ποῦ ἐκείνων ποὺ ζοῦν ἐξόριστοι; Ποῦ ἡ τιμωρία τῶν καταδικασμένων γιὰ φόνο; Οὔτε συγκρίνεται ἡ ἀθέλητη παίδευσις καὶ τιμωρία αὐτῶν μὲ τὴν ἰδική τους τὴν θεληματική.
Καὶ σᾶς παρακαλῶ, ἀδελφοί, νὰ μὴ τὰ θεωρήσετε σὰν μύθους ὅσα σᾶς εἶπα. Ἱκέτευαν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ πολλὲς φορὲς τὸν μεγάλο ἐκεῖνο δικαστή -τὸν Ποιμένα τους ἐννοῶ, τὸν ἄγγελο ποὺ ζοῦσε μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων- νὰ περισφίγξη τὰ χέρια καὶ τὸν τράχηλό τους μὲ σιδερένια δεσμά, καὶ νὰ δέση τὰ πόδια τους στὸ τιμωρητικὸ ξύλο, καὶ νὰ μὴ λυθοῦν ἀπὸ αὐτὰ πρὶν τοὺς δεχθῆ τὸ μνῆμα. Ἀκόμη δὲ οὔτε καὶ σὲ μνῆμα νὰ τοὺς βάλουν!
Δὲν θὰ κρύψω καθόλου οὔτε τὴν ἐλεημένη ταπείνωσι αὐτῶν τῶν πραγματικὰ μακαρίων οὔτε τὴν συντετριμμένη πρὸς τὸν Θεὸν ἀγάπη καὶ μετάνοιά τους.
Καθ᾿ ὃν χρόνον οἱ καλοὶ αὐτοὶ κάτοικοι τῆς χώρας τῆς μετανοίας ἐπρόκειτο νὰ ἀναχωρήσουν πρὸς τὸν Κύριον καὶ νὰ παρασταθοῦν ἐμπρὸς στὸ ἀδέκαστο βῆμα, βλέποντας ὅτι τελειώνει πλέον ἡ ζωή τους, μέσῳ τοῦ προϊσταμένου τους ἐκλιπαροῦσαν μὲ ὅρκους τὸν Μέγαν, (τὸν Ἡγούμενο δηλαδή), νὰ μὴν ἀξιωθοῦν ἀνθρωπίνης ταφῆς, ἀλλὰ νὰ πεταχθοῦν σὰν ἄλογα ζῷα ἢ στὸ ρεῦμα τοῦ ποταμοῦ ἢ στὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ.
Καὶ πολλὲς φορὲς ὑπήκουσε καὶ τὸ ἔκανε ὁ λύχνος ἐκεῖνος τῆς διακρίσεως, δίδοντας ἐντολὴ νὰ τοὺς κηδεύσουν χωρὶς καμμία τιμὴ καὶ ψαλμῳδία.
Πόσο δὲ φοβερὸ καὶ οἰκτρὸ ἦταν τὸ θέαμα τῆς τελευταίας ὥρας τους! Ὅταν δηλαδὴ οἱ συγκατάδικοι ἀντελαμβάνονταν πὼς κάποιος πρὶν ἀπὸ αὐτοὺς ἐπρόκειτο νὰ ἀποθάνη, ἐνῷ ἀκόμη εἶχε τὶς αἰσθήσεις του, τὸν περικύκλωναν. Καὶ μὲ δίψα, μὲ πένθος, μὲ ἐπιθυμία, μὲ ἀξιολύπητο ὕφος καὶ λυπητερὰ λόγια, κουνώντας τὸ κεφάλι, ὑπέβαλλαν ἐρωτήσεις σ᾿ αὐτὸν ποὺ ἔφευγε καὶ μὲ θερμὴ συμπάθεια τοῦ ἔλεγαν:
«Τί γίνεται ἀδελφὲ καὶ συγκατάδικε; Πῶς βλέπεις τὰ πράγματα; Τί λέγεις; Τί ἐλπίζεις; Τί καταλαβαίνεις; Ἐπέτυχες μὲ τοὺς κόπους σου αὐτὸ ποὺ ἐζητοῦσες ἢ δὲν τὸ κατόρθωσες; Ἄνοιξες ἢ ἀκόμη αἰσθάνεσαι ὡς ἔνοχος; Ἔφθασες ἢ ἀπέτυχες; Ἔλαβες κάποια πληροφορία ἢ ἔχεις ἀβεβαία ἐλπίδα; Ἔλαβες ἄνεσι καὶ ἐλευθερία ἢ ταλαντεύεται καὶ ἀμφιβάλλει ἀκόμη ὁ λογισμός σου; Αἰσθάνθηκες μέσα στὴν καρδιά σου κάποιο φωτισμὸ ἢ βλέπεις ὅτι παραμένει ἀκόμη στὸ σκότος καὶ στὴν ἀτιμία; Ἄκουσες μέσα σου καμμία φωνὴ νὰ σοῦ λέγη: «Ἴδε ὑγιὴς γέγονας»; (Ἰωάν. ε´ 14) ἢ «ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι»; (Λουκ. ζ´ 48) ἢ «ἡ πίστις σου σέσωκέ σε»; (Λουκ. ζ´ 50). Ἢ μήπως αἰσθάνεσαι πὼς ἀκούεις ἀκόμη τὴν φωνή: «Ἀποστραφήτωσαν οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς τὸν ᾅδην» (Ψαλμ. θ´ 18) καὶ «δήσαντες αὐτοῦ (=ἀφοῦ τοῦ δέσετε) χεῖρας καὶ πόδας ἐμβάλετε εἰς τὸ σκότος» (Ματθ. κβ´ 13) καὶ «ἀρθήτω (=ἂς ἐκδιωχθῆ) ὁ ἀσεβής, ἵνα μὴ ἴδη τὴν δόξαν Κυρίου»; (Ἡσ. κστ´ 10). Τί λέγεις, ἀλήθεια, ἀδελφέ; Πές μας, σὲ ἱκετεύουμε, γιὰ νὰ μάθωμε κι ἐμεῖς τί πρόκειται νὰ συναντήσωμε. Γιὰ σένα πλέον ἔκλεισε ἡ προθεσμία καὶ δὲν θὰ σοῦ δοθῆ ἄλλη εἰς τὸν αἰῶνα».
Σ᾿ αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα ἄλλοι ἀπὸ τοὺς ἑτοιμοθανάτους ἀπαντοῦσαν: «Εὐλογητὸς Κύριος, ὃς οὐκ ἀπέστησε (= ἀπεμάκρυνε) τὴν προσευχὴν ἡμῶν, καὶ τὸ ἔλεος αὐτοῦ ἀφ᾿ ἡμῶν» (Ψαλμ. ξε´ 20). Ἄλλοι πάλι ἔλεγαν «Εὐλογητὸς ὁ Κύριος ποὺ δὲν μᾶς παρέδωσε στὰ δόντια τους νὰ μᾶς φάγουν» (Ψαλμ. ρκγ´ 6). Ἄλλοι γεμάτοι ὀδύνη ἔλεγαν: «Ἄραγε θὰ κατορθώση ἡ ψυχή μας νὰ περάση τὸ ἀδιαπέραστο ὕδωρ, δηλαδὴ τὸ πλῆθος τῶν πονηρῶν πνευμάτων τοῦ ἀέρος»; (πρβλ. Ψαλμ. ρκγ´ 5). Δὲν ἐτολμοῦσαν ἀκόμη νὰ ξεθαρρέψουν, ἀλλὰ ἐσκέπτονταν συνεχῶς τί γίνεται σ᾿ ἐκεῖνο τὸ κριτήριο.
Καὶ ἄλλοι ἀπὸ αὐτοὺς ἀπαντοῦσαν μὲ ἄλλα πιὸ ὀδυνηρὰ λόγια: «Ἀλλοίμονο στὴν ψυχὴ ποὺ δὲν ἐφύλαξε τὸ μοναχικὸ ἐπάγγελμα ἄσπιλο. Αὐτὴ καὶ μόνο τὴν ὥρα θὰ καταλάβη τί τὴν περιμένει».
Ἐγὼ δὲ ποὺ εἶδα σ᾿ αὐτοὺς καὶ ἄκουσα τοῦτα, παρ᾿ ὀλίγο θὰ ἀπελπιζόμουν βλέποντας καὶ συγκρίνοντας τὴν ἀδιαφορία μου μὲ τὴν ἰδική τους κακοπάθεια.
Ἀλλὰ καὶ ἡ διαμονὴ καὶ ἡ διαρρύθμισις τοῦ τόπου αὐτοῦ ποιὰ ἦταν! Ἦταν γεμάτη σκότος, γεμάτη δυσωδία, ἐντελῶς ρυπαρὰ καὶ ξηρά. Γι᾿ αὐτὸ καὶ πολὺ σωστὰ ὠνομάσθηκε Φυλακὴ καὶ καταδίκη. Ἔτσι καὶ μόνη ἡ θέα τῆς τοποθεσίας ἔφθανε γιὰ νὰ διδάσκη τὴν πλήρη μετάνοια καὶ τὸ πένθος.
Αὐτὰ ὅμως ποὺ γιὰ τοὺς ἄλλους εἶναι δύσκολα, ἀπαράδεκτα καὶ ἀνεπιθύμητα, σὲ αὐτοὺς ποὺ ἐξέπεσαν ἀπὸ τὴν ἀρετὴ καὶ τὸν πνευματικὸ πλοῦτο γίνονται εὐχάριστα καὶ εὐπρόσδεκτα. Διότι ἡ ψυχὴ ποὺ ἐστερήθηκε τὴν προηγουμένη παρρησία πρὸς τὸν Θεόν, ποὺ ἔχασε τὴν ἐλπίδα τῆς ἀπαθείας, ποὺ διέρρηξε τὴν σφραγίδα τῆς ἁγνότητος, ποὺ τῆς ἔκλεψαν τὸν πλοῦτο τῶν χαρισμάτων, ποὺ ἀποξενώθηκε ἀπὸ τὴν θεία παρηγορία, ποὺ ἀθέτησε τὸ συμβόλαιό της μὲ τὸν Κύριον, ποὺ ἔσβησε μέσα της τὸ χαριτωμένο πῦρ τῶν δακρύων, καὶ ποὺ πληγώνεται ἀναπολώντας αὐτὰ καὶ κεντᾶται ὀδυνηρά… ὄχι μόνο τοὺς προηγουμένους κόπους τους δέχεται ὁλοπρόθυμα, ἀλλά, πολὺ περισσότερο, ἐπινοεῖ μὲ εὐσεβεῖς ἀσκήσεις νὰ ὁδηγηθῆ στὸν θάνατον –ἐὰν βέβαια ἀπέμεινε μέσα της κάποιος σπινθὴρ ἀγάπης ἢ φόβου τοῦ Κυρίου, ὅπως ἀκριβῶς συνέβαινε σ᾿ αὐτοὺς τοὺς μακαρίους.
Ἔχοντας στὸν νοῦ τους αὐτὰ καὶ ἀναλογιζόμενοι τὸ ὕψος ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξέπεσαν, ἔλεγαν: «Ἐμνήσθημεν ἡμερῶν ἀρχαίων (Ψαλμ. ρμβ´ 5), τὴν πρώτη δηλαδὴ φλόγα τοῦ ζήλου μας». Ἄλλοι ἐφώναζαν πρὸς τὸν Θεόν: «Ποῦ εἰσι τὰ ἐλέη σου τὰ ἀρχαῖα Κύριε, ἃ ἔδειξας τὴ ψυχὴ ἡμῶν ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου; Μνήσθητι τοῦ ὀνειδισμοῦ καὶ τοῦ μόχθου τῶν δούλων σου» (πρβλ. Ψαλμ. πη´ 50-51).
Ἄλλος: «Ποιὸς νὰ μὲ ἐγύριζε στὸν παρελθόντα καιρό, στὶς ἡμέρες ποὺ μὲ ἐπροστάτευε ὁ Θεός, τότε ποὺ ὁ φωτεινὸς λύχνος Του ἔφεγγε ἐπάνω ἀπὸ τὴν κεφαλή μου, τὴν κεφαλὴ τῆς καρδιᾶς μου»; (Ἰὼβ κθ´ 2-3).
Μὲ πόση νοσταλγία ἐνθυμοῦντο τὰ προηγούμενα κατορθώματά τους, καὶ κλαίοντας γι᾿ αὐτὰ σὰν μικρὰ παιδιά, ἔλεγαν:
«Ποῦ εἶναι ἡ καθαρότης τῆς προσευχῆς; Ποῦ τὸ θάρρος καὶ ἡ παρρησία της; Ποῦ τὸ γλυκὺ δάκρυ ἀντὶ τοῦ τωρινοῦ πικροῦ; Ποῦ ἡ ἐλπὶς τῆς τελείας ἁγνότητος καὶ καθάρσεως; Ποῦ ἡ προσδοκία τῆς μακαρίας ἀπαθείας; Ποῦ ἡ πίστις πρὸς τὸν Γέροντα; Ποῦ ἡ ἐνέργεια τῆς προσευχῆς του σ᾿ ἐμᾶς; Ἐχάθηκαν ὅλα αὐτά, ἐξέλιπαν σὰν νὰ μὴν ὑπῆρξαν καθόλου, ἐξαφανίσθηκαν σὰν ἀνύπαρκτα καὶ διελύθησαν».
Ἐνῷ ἔλεγαν αὐτὰ καὶ ἐθρηνοῦσαν, μερικοὶ προσεύχονταν νὰ καταληφθοῦν ἀπὸ δαιμόνιο. Ἄλλοι ἱκέτευαν τὸν Κύριον νὰ ἀποκτήσουν λέπρα. Ἄλλοι, νὰ χάσουν τὴν ὅρασί τους, καὶ νὰ γίνουν σ᾿ ὅλους ἀξιολύπητο θέαμα. Ἄλλοι, νὰ πέσουν παράλυτοι στὸ κρεββάτι, ἀρκεῖ μόνο νὰ μὴ δοκιμάσουν τὰ (μελλοντικά) ἐκεῖνα κολαστήρια.
Ἐγὼ τότε, ἀγαπητοί μου, ξεχάσθηκα, εἰσῆλθα ὁλόκληρος μέσα στὸ πένθος τους, καὶ ὁ νοῦς μου αἰχμαλωτίσθηκε ἐντελῶς, χωρὶς νὰ μπορῶ νὰ τὸν ἐπαναφέρω. Ἂς ἐπιστρέψωμε ὅμως πάλι στὴν σειρὰ τοῦ λόγου.
Ἀφοῦ παρέμεινα τριάντα ἡμέρες σ᾿ αὐτὴν τὴν φυλακή, ἐπιστρέφω ὁ ἀνυπομόνητος στὸ μεγάλο Κοινόβιο, στὸν Μέγαν, (τὸν Ἡγούμενο δηλαδή). Αὐτὸς δὲ ὁ πάνσοφος βλέποντάς με σὰν νὰ εἶμαι ἄλλος ἄνθρωπος καὶ σὰν νὰ τὰ ἔχω χαμένα, κατάλαβε τὴν αἰτία καὶ μοῦ λέγει: «Τί συμβαίνει, πάτερ Ἰωάννη; Εἶδες τοὺς ἄθλους τῶν ἀγωνιζομένων»;
Καὶ ἐγὼ τοῦ ἀπήντησα: «Τοὺς εἶδα, πάτερ μου, καὶ τοὺς ἐθαύμασα καὶ ἐμακάρισα αὐτοὺς ποὺ ἔπεσαν καὶ πενθοῦν, περισσότερο ἀπὸ ἐκείνους ποὺ δὲν ἔπεσαν καὶ δὲν πενθοῦν γιὰ τὸν ἑαυτό τους, διότι μὲ τὴν πτῶσι τους ἐσηκώθηκαν καὶ ἐστάθηκαν σὲ μία κατάστασι ποὺ δὲν κινδυνεύουν πλέον». Ἐκεῖνος δὲ μοῦ εἶπε: «Πραγματικά, ἔτσι εἶναι».
Καὶ ἐν συνεχείᾳ μὲ τὴν ἀψευδῆ του γλώσσα μοῦ διηγήθηκε: «Πρὸ δεκαετίας εἶχα ἐδῶ ἕναν ἀδελφὸ μὲ ὑπερβολικὸ ζῆλο, ἀγωνιστῆ, καὶ τόσο σπουδαῖο, ὥστε, καθὼς τὸν ἔβλεπα νὰ καίη μέσα του τέτοια φλόγα, ἔτρεμα καὶ ἐφοβόμουν ὑπερβολικὰ τὸν φθόνο τοῦ διαβόλου, μήπως μὲ τὴν μεγάλη ταχύτητα ποὺ ἔτρεχε σκοντάψη σὲ κάποια πέτρα τὸ πόδι του, πράγμα ποὺ συμβαίνει συνήθως σ᾿ αὐτοὺς ποὺ προχωροῦν μὲ ταχύτητα. Καὶ αὐτὸ (δυστυχῶς) ἔγινε.
» Καὶ ἀμέσως μετὰ τὴν πτῶσι του, ἀργὰ τὸ βράδυ, ἔρχεται σὲ μένα, μοῦ ἀποκαλύπτει γυμνὸ τὸ τραῦμα του, ζητεῖ ἔμπλαστρο, παρακαλεῖ νὰ τὸ καυτηριάσω, ἀνησυχεῖ ὑπερβολικά. Βλέποντας ὅμως τὸν ἰατρὸ νὰ μὴ θέλη νὰ τοῦ φερθῆ ἀπότομα -ἐφ᾿ ὅσον ἄλλωστε ἄξιζε νὰ τὸν συμπαθήση κανείς- ρίχνεται κάτω στὸ ἔδαφος, ἀγκαλιάζει τὰ πόδια μου, τὰ λούζει μὲ ἄφθονα δάκρυα καὶ ζητεῖ νὰ καταδικασθῆ στὴν φυλακὴ αὐτὴ ποὺ εἶδες.
«Εἶναι ἀδύνατο, ἐφώναζε, νὰ μὴν πάω ἐκεῖ».
» Ἔτσι ἀναγκάζει νὰ μεταβληθῆ ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ ἰατροῦ σὲ σκληρότητα – πράγμα σπάνιο μεταξὺ τῶν ἀρρώστων καὶ ἐντελῶς παράδοξο. Τρέχει γρήγορα καὶ παίρνει θέσι ἀνάμεσα στοὺς μετανοοῦντας, συμμερίζεται τὸ πένθος τους καὶ συμμετέχει σ᾿ αὐτὸ πρόθυμα. Πληγώθηκε δὲ στὴν καρδιὰ ἀπὸ τὴν λύπη γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σὰν μὲ ξίφος, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἀποδημήση σὲ ὀκτὼ ἡμέρες πρὸς τὸν Κύριον, ἀφοῦ προηγουμένως ἐζήτησε νὰ μὴν ἀξιωθῆ ἐνταφιασμοῦ. Ἐγὼ ὅμως ἀντιθέτως, ὡς ἄξιο, καὶ ἐδῶ στὸ Κοινόβιο τὸν ἔφερα, καὶ τὸν ἔθαψα μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους πατέρας. Ἔτσι μετὰ τὴν ἑβδόμη ἡμέρα τῆς σκλαβιᾶς, τὴν ὀγδόη ἡμέρα ἐλύθηκε ἀπὸ τὰ δεσμὰ καὶ ἐλευθερώθηκε (1).
Ὑπάρχει δὲ κάποιος (2) ποὺ ἀντελήφθηκε πολὺ καλά, πὼς ὁ προηγούμενος μοναχὸς δὲν σηκώθηκε ἀπὸ τὰ ταπεινὰ πόδια μου, πρὶν ἐξευμενίση τὸν Θεόν. Καὶ δὲν εἶναι ἄξιον ἀπορίας. Διότι μέσα στὴν καρδιά του ἔβαλε τὴν πίστι τῆς πόρνης ἐκείνης τοῦ Εὐαγγελίου, καὶ μὲ μία παρομοία πληροφορία κατάβρεξε καὶ αὐτὸς μὲ τὰ δάκρυά του τὰ δικά μου ἀχρεῖα πόδια. Ὅπως δὲ εἶπε ὁ Κύριος, «πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι» (Μάρκ. θ´ 23).
6. Εἶδα ψυχὲς ποὺ ἔρρεπαν μὲ μανία στοὺς σαρκικοὺς ἔρωτες. Αὐτὲς λοιπὸν ἀφοῦ ἔλαβαν ἀφορμὴ μετανοίας ἀπὸ τὴν γεῦσι τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἔρωτος, μετέστρεψαν αὐτὸν τὸν ἔρωτα σὲ ἔρωτα πρὸς τὸν Κύριον. Ἔτσι ξεπέρασαν ἀμέσως κάθε αἴσθημα φόβου καὶ ἐκεντρίσθηκαν στὴν ἄπληστη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος στὴν ἁγνὴ ἐκείνη πόρνη (Λουκ. ζ´ 37-48) δὲν εἶπε ὅτι ἐφοβήθηκε, ἀλλὰ «ὅτι ἠγάπησε πολύ» καὶ κατώρθωσε εὔκολα νὰ ἀποκρούση τὸν ἕνα ἔρωτα μὲ τὸν ἄλλον.
7. Δὲν τὸ ἀγνοῶ, θαυμαστοί μου φίλοι, ὅτι σὲ μερικοὺς τὰ κατορθώματα τῶν μακαρίων αὐτῶν ἀνθρώπων ποὺ σᾶς διηγήθηκα θὰ φανοῦν ἀπίστευτα, σὲ ἄλλους δύσπιστα καὶ σὲ ἄλλους ὅτι δημιουργοῦν ἀπόγνωσι. Ὁ γενναῖος ὅμως ἄνδρας μᾶλλον θὰ ὠφεληθῆ. Θὰ πάρη ἀπὸ αὐτὰ ἕνα κεντρὶ καὶ ἕνα πυρωμένο βέλος καὶ θὰ φύγη μὲ φλογερὸ ζῆλο στὴν καρδιά του. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ποὺ ἔχει ὀλιγώτερη προθυμία, θὰ καταλάβη τὴν ἀδυναμία του, θὰ ἀποκτήση εὔκολα ταπεινοφροσύνη μὲ τὴν αὐτομεμψία καὶ θὰ τρέξη πίσω ἀπὸ τὸν προηγούμενο. Δὲν γνωρίζω μάλιστα μήπως καὶ τὸν προφθάση. Ἀντίθετα ὁ ἀμελὴς ἄνδρας δὲν πρέπει οὔτε νὰ πλησιάση (καὶ νὰ ἀκούση) αὐτὰ ποὺ διηγήθηκα, μὴ τυχὸν πέση σὲ τελεία ἀπόγνωσι καὶ σκορπίση καὶ αὐτὸ (τὸ ὀλίγο) ποὺ μέχρι τώρα κατορθώνει, καὶ ἐφαρμοσθῆ ἔτσι σ᾿ αὐτὸν ὁ λόγος τῆς Γραφῆς: «Ἀπὸ αὐτὸν ποὺ δὲν ἔχει -προθυμία- καὶ αὐτὸ ποὺ νομίζει ὅτι ἔχει θὰ τοῦ ἀφαιρεθῆ» (Ματθ. κε´ 29).
8. Δὲν εἶναι δυνατὸν σ᾿ ἐμᾶς ποὺ ἐπέσαμε στὸν λάκκο τῶν ἀνομιῶν, νὰ ἀνελκυσθοῦμε ἀπὸ ἐκεῖ, ἐὰν δὲν καταδυθοῦμε στὴν ἄβυσσο τῆς ταπεινώσεως τῶν μετανοούντων.
9. Διαφορετικὴ εἶναι ἡ θλιμμένη ταπείνωσις τῶν πενθούντων καὶ διαφορετικὸς ὁ ἔλεγχος καὶ ἡ καταδίκη τῆς συνειδήσεως αὐτῶν ποὺ ἀκόμη περιπίπτουν σὲ ἁμαρτίες. Διαφορετικὴ ἐπίσης εἶναι «ἡ μακαρία πλουτοταπείνωσις» ποὺ ἀποκτοῦν μὲ τὴν ἐνέργεια τῆς θείας χάριτος οἱ τέλειοι. Ἂς μὴ βιασθοῦμε νὰ γνωρίσωμε τὴν τρίτη κατάστασι μὲ λόγια, διότι ἀδίκως θὰ τρέξωμε. Τῆς δευτέρας καταστάσεως γνώρισμα εἶναι ἡ πλήρης ὑποδοχὴ καὶ ὑπομονὴ κάθε ἀτιμίας. Ἐκεῖνον δὲ (ποὺ ἀνήκει στὴν πρώτη περίπτωσι), τὸν ἄνθρωπο δηλαδὴ ποὺ πενθεῖ, τὸν τυραννοῦν πολλὲς φορὲς οἱ ἁμαρτωλὲς συνήθειες καὶ ἀναμνήσεις τοῦ παρελθόντος. Καὶ αὐτὸ βέβαια δὲν εἶναι κάτι τὸ παράδοξο.
10. Ὁ λόγος γιὰ τὶς ἔνοχες πράξεις καὶ γιὰ τὶς πτώσεις εἶναι σκοτεινὸς καὶ ἀκατανόητος γιὰ κάθε ψυχή. Εἶναι δύσκολο νὰ γνωρίζωμε ποιὲς πτώσεις μας προέρχονται ἀπὸ ἀμέλεια, ποιὲς ἀπὸ σκόπιμη ἐγκατάλειψι τοῦ Θεοῦ καὶ ποιὲς ἀπὸ ἀποστροφὴ τοῦ Θεοῦ. Τὸ μόνο ποὺ κάποιος μοῦ ἐξήγησε εἶναι, ὅτι ὅσες μᾶς συμβαίνουν ἀπὸ σκόπιμη παραχώρησι τοῦ Θεοῦ ἔχουν σύντομη ἐπανόρθωσι, διότι ὁ Θεὸς ποὺ μᾶς παρέδωσε δὲν μᾶς ἀφίνει ἐπὶ πολὺ αἰχμαλώτους σὲ αὐτές.
11. Ὅσοι ἐπέσαμε, ἂς πολεμήσωμε πρὸ πάντων τὸν δαίμονα τῆς λύπης. Διότι αὐτὸς ἔρχεται δίπλα μας τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς, μᾶς ἐνθυμίζει τὴν προηγουμένη μας παρρησία καὶ προσπαθεῖ νὰ ἀχρηστεύση τὴν προσευχή μας.
12. Μὴ τρομάξης ὅταν πέφτης κάθε ἡμέρα, καὶ μὴ ἐγκαταλείψης τὸν ἀγώνα. Ἀντιθέτως νὰ ἵστασαι ἀνδρείως καὶ ὁπωσδήποτε νὰ εὐλαβηθῆ τὴν ὑπομονή σου ὁ φύλαξ ἄγγελός σου. Ὅσο εἶναι ἀκόμη πρόσφατο καὶ ζεστὸ τὸ τραῦμα, τόσο καὶ εὐκολώτερα θεραπεύεται. Ἐνῷ τὰ τραύματα ποὺ ἐχρόνισαν, σὰν παραμελημένα καὶ ἀποσκληρυμένα, δύσκολα θεραπεύονται, καὶ χρειάζονται γιὰ νὰ ἰατρευθοῦν πολὺ κόπο καὶ νυστέρι καὶ ξυράφι καὶ τὸ ἐδῶ πῦρ τῶν καυτηριασμῶν, (δηλαδὴ τὸ πῦρ τῶν ἐδῶ θλίψεων, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸ μελλοντικὸ πῦρ τῆς κολάσεως).
13. Πολλὰ ψυχικὰ τραύματα ποὺ ἐχρόνισαν εἶναι ἀνίατα. Στὸν Θεὸν ὅμως ὅλα εἶναι δυνατά.
Πρὶν ἀπὸ τὴν πτῶσι οἱ δαίμονες ἀποκαλοῦν τὸν Θεὸν φιλάνθρωπο. Μετὰ ὅμως ἀπὸ τὴν πτῶσι τὸν ἀποκαλοῦν σκληρό.
14. Ἐὰν μετὰ ἀπὸ τὴν μεγάλη σου πτῶσι πέσης καὶ σὲ κάποιο μικρὸ ἁμάρτημα καὶ σοῦ εἰπῆ ὁ λογισμός, «εἴθε νὰ μὴν ἔπεφτες σ᾿ ἐκεῖνο τὸ μεγάλο, τοῦτο τὸ μικρὸ δὲν εἶναι τίποτε τὸ σπουδαῖο», μὴν τὸν παραδεχθῆς αὐτὸν τὸν λογισμό. (Καὶ τὰ μικρὰ πράγματα ἔχουν τὴν σημασία τους). Πολλὲς φορὲς μάλιστα μερικὰ μικρὰ δῶρα κατεπράϋναν τὸν μεγάλο θυμὸ τοῦ δικαστοῦ.
15. Ὅποιος πραγματικὰ ἐξοφλεῖ ἁμαρτίες, τὴν ἡμέρα ποὺ δὲν ἐπένθησε τὴν θεωρεῖ χαμένη, ἔστω καὶ ἂν ἔπραξε κατ᾿ αὐτὴν μερικὰ ἄλλα καλὰ ἔργα.
16. Κανεὶς ἀπὸ τοὺς πενθοῦντας ἂς μὴ περιμένη τὴν πληροφορία τῆς συγχωρήσεως τὴν στιγμὴ τοῦ θανάτου. Διότι κάτι ποὺ εἶναι ἄγνωστο εἶναι καὶ ἀβέβαιο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ κάποιος ἔλεγε: «Ἄφησέ με νὰ αἰσθανθῶ ἀναψυχὴ μὲ τὴν πληροφορία τῆς συγχωρήσεως, πρὶν ἀποθάνω καὶ πρὶν ἀπέλθω ἀπὸ τὴν ζωὴ αὐτὴ ἀπληροφόρητος» (πρβλ. Ψαλμ. λη´ 14).
17. Ὅπου ἐμφανισθῆ τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου, ὁ δεσμὸς γιὰ τὶς ἁμαρτίες ἐλύθηκε. Ὅπου ἐμφανισθῆ ἀπέραντη ταπείνωσις, ὁ δεσμὸς γιὰ τὶς ἁμαρτίες ἐλύθηκε. Ὅσοι τυχὸν (ἔφυγαν ἀπὸ τὴν ζωή) χωρὶς αὐτὰ τὰ δυό, ἂς μὴ πλανῶνται. Εἶναι δεμένοι.
18. Μόνο αὐτοὶ ποὺ ζοῦν στὸν κόσμο, μένουν ξένοι πρὸς τὶς πληροφορίες ποὺ ἀνέφερα, καὶ μάλιστα στὴν πρώτη, (στὴν ἐμφάνισι τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος). Μερικοὶ ἀπὸ τοὺς κοσμικοὺς ἀγωνίζονται μὲ τὴν ἐλεημοσύνη, καὶ καταλαβαίνουν τὴν ὠφέλειά της τὴν ὥρα τοῦ θανάτου των.
19. Ὅποιος θρηνεῖ τὸν ἑαυτό του, δὲν βλέπει τὸν θρῆνο ἢ τὴν πτῶσι ἢ τὴν ἐπίπληξι τοῦ ἄλλου.
20. Ὁ σκύλος ποὺ ἐδαγκώθηκε ἀπὸ κάποιο θηρίο, ἐξαγριώνεται περισσότερο πρὸς αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὸν πόνο τῆς πληγῆς μαίνεται σφοδρότερα ἐναντίον του. (Παρόμοια συμπεριφέρεται πρὸς τοὺς δαίμονες ὁ μοναχὸς ποὺ ἐπληγώθηκε ἀπὸ αὐτούς).
21. Ὅταν ἡ συνείδησις παύση νὰ μᾶς ἐλέγχη γιὰ ἁμαρτίες, ἂς προσέξωμε μήπως αὐτὸ δὲν ὀφείλεται στὴν καθαρότητα, ἀλλὰ στὴν κόπωσι καὶ ἄμβλυνσι αὐτῆς, τῆς συνειδήσεως, ἐξ αἰτίας πλήθους ἁμαρτιῶν.
22. Ἀπόδειξις ὅτι ἔσβησε τὸ χρέος τῶν ἁμαρτιῶν μας εἶναι τὸ νὰ θεωροῦμε πάντοτε χρεώστη τὸν ἑαυτό μας.
23. Τίποτε δὲν ὑπάρχει ἴσο ἢ ἀνώτερο ἀπὸ τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ ὅποιος ἀπελπίζεται σφάζη ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του.
24. Σημεῖο τῆς πραγματικῆς καὶ ἐπιμελοῦς μετανοίας εἶναι τὸ νὰ θεωροῦμε τὸν ἑαυτό μας ἄξιο γιὰ ὅλες τὶς θλίψεις ποὺ μᾶς συμβαίνουν -τὶς ὁρατὲς (ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὰ πράγματα καὶ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους) καὶ τὶς ἀόρατες (ποὺ προέρχονται ἀπὸ τοὺς δαίμονας)- καὶ γιὰ πολὺ περισσότερες.
25. Ὁ Μωϋσῆς ἀφοῦ ἀξιώθηκε νὰ ἰδῆ τὸν Θεὸν στὴν βάτο, ἐπέστρεψε πάλι στὴν Αἴγυπτο, ἡ ὁποία ὑποδηλοῖ τὸ πνευματικὸ σκότος, καὶ ἴσως ὑποχρεώθηκε νὰ κατασκευάζη πλίνθους στὸν Φαραώ, ὁ ὁποῖος ὑποδηλοῖ τὸν διάβολο. Πλὴν ὅμως πάλι ἀνέβηκε στὴν βάτο, καὶ ὄχι μόνο σ᾿ αὐτήν, ἀλλὰ καὶ στὸ ὄρος Σινᾶ, (τὸ ὁποῖο ὑποδηλοῖ τὰ ὕψη τῶν ἀρετῶν). Ὅποιος ἐννόησε τὸ παράδειγμα, ποτὲ δὲν θὰ ἀπελπισθῆ γιὰ τὴν σωτηρία του. Ἐπτώχευσε καὶ ὁ μέγας Ἰώβ, ἀλλ᾿ ἔπειτα ἀπέκτησε διπλάσιο πλοῦτο.
26. Στοὺς ρᾳθύμους οἱ πτώσεις μετὰ τὴν μοναχική τους κλῆσι εἶναι πολὺ σοβαρές. Διότι πλήττουν τὴν ἐλπίδα (τῆς πνευματικῆς προόδου καὶ κατακτήσεως) τῆς ἀπαθείας. Καὶ διότι τοὺς δημιουργοῦν τὴν ἰδέα ὅτι θὰ θεωροῦνται εὐτυχεῖς, ἐὰν ἔστω κατορθώσουν καὶ σηκωθοῦν ἀπὸ τὸν λάκκο (τῆς ἁμαρτίας).
27. Πρόσεχε! Πρόσεχε καλά! Δὲν εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νὰ ἐπιστρέψωμε ἀπὸ τὸν ἴδιο δρόμο ποὺ ἐπλανηθήκαμε, ἀλλὰ ἀπὸ ἄλλον συντομώτερο, (ἀπὸ τὸν δρόμο δηλαδὴ τῆς ταπεινώσεως).
28. Εἶδα δυὸ ποὺ ἐβάδιζαν (πρὸν τὸν Θεόν) καθ᾿ ὅμοιο τρόπο καὶ εἰς τὸν ἴδιο καιρό. Ὁ ἕνας ἦταν ἡλικιωμένος καὶ μὲ περισσότερους ἀσκητικοὺς κόπους. Ὁ ἄλλος ἦταν ἕνας νεαρὸς μαθητής, καὶ «προέδραμε τάχιον» (= ἔτρεξε γρηγορότερα) ἀπὸ τὸν ἡλικιωμένο, καὶ «ἦλθε πρῶτος εἰς τὸ μνημεῖον» (Ἰωάν. κ´ 4) τῆς ταπεινώσεως.
29. Ἂς προσέξωμε ὅλοι, καὶ ἰδιαίτερα ὅσοι ἐγνωρίσαμε πτώσεις, νὰ μὴ προσβληθῆ ἡ καρδιά μας ἀπὸ τὴν νόσο τοῦ ἀσεβοῦς Ὠριγένους (3). Διότι ἡ βδελυκτὴ αὐτὴ νόσος, προβάλλοντας τὴν φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, γίνεται εὐπρόσδεκτη στοὺς φιληδόνους.
«Μὲ τὴν μελέτη μου καὶ τὴν περισυλλογή μου θὰ ἀνάψη μέσα μου πῦρ» (Ψαλμ. λη´ 4). Μᾶλλον μὲ τὴν μετάνοιά μου θὰ ἀνάψη μέσα μου τὸ πῦρ τῆς προσευχῆς, καὶ αὐτὸ θὰ κάψη κάθε ἁμαρτία (4).
30. Ὅρος γιὰ σένα καὶ τύπος καὶ ὑπογραμμὸς καὶ παράδειγμα μετανοίας ἂς εἶναι οἱ προηγούμενοι ἅγιοι κατάδικοι, καὶ δὲν θὰ σοῦ χρειασθῆ σὲ ὅλη τὴν ζωὴ κανένα ἄλλο βιβλίο, ἕως ὅτου λάμψη ἐμπρός σου ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Θεός, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἀναστάσεως - ἐννοῶ τῆς πνευματικῆς ἀναστάσεως ποὺ θὰ σοῦ φέρη ἡ πραγματικὴ καὶ ἐπιμελὴς μετάνοια.
Ἐσὺ ποὺ μετανόησες, ἀνέβηκες στὴν Πέμπτη βαθμίδα.
Ἐκαθάρισες μὲ τὴν μετάνοια τὶς πέντε αἰσθήσεις καὶ μὲ τὴν ἑκουσία τιμωρία καὶ κόλασι ἐγλύτωσες τὴν ἀκουσία.
------------
1. Ἡ ἑβδόμη ἡμέρα, ἀντίστοιχη πρὸς τὸ «νομικόν» Σάββατο, συμβολίζει τὴν παροῦσα ζωὴ τῶν πειρασμῶν καὶ θλίψεων. Ἡ δὲ ὀγδόη ὑπερέχει τοῦ Σαββάτου καὶ εἰκονίζει τὴν μέλλουσα μακαριότητα καὶ αἰωνιότητα, ἐφ᾿ ὅσον εὑρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὸν χρόνο ποὺ ἀνακυκλεῖται μὲ τὶς ἡμέρες τῆς ἑβδομάδος καὶ ἐφ᾿ ὅσον εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.
2. Κατὰ πάσα πιθανότητα αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἡγούμενος καὶ τὸ ἀποκρύπτει ἀπὸ ταπεινοφροσύνη, γιὰ νὰ μὴ φανῆ ὡς διορατικός.
3. Ὁ Ὠριγένης (185-254 μ.Χ.) ὑπῆρξε σπανία προσωπικότης. Φλογερὸς στὴν πίστι, μεγαλοφυὴς στὴν διάνοια, βαθὺς καὶ συναρπαστικὸς στὴν ἑρμηνεία τῆς Γραφῆς, πολυμαθέστατος, πολυγραφώτατος καὶ πατὴρ τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης. Οἱ μεγάλοι Καππαδόκαι Πατέρες πολὺ τὸν ἐκτιμοῦσαν. Δυστυχῶς ὅμως περιέπεσε σὲ ὡρισμένες πλάνες (αἰωνιότης κόσμου, προΰπαρξις ψυχῶν, μὴ αἰωνιότης κολάσεως κ.λπ.) Τὸν ἕκτο μ.Χ. αἰώνα, στοὺς χρόνους δηλαδὴ τῆς Κλίμακος, ἐτάρασσε τὴν Ἐκκλησία καὶ ἰδιαίτερα τὸν μοναχισμὸ ἡ λεγομένη Τρίτη φάσις τῶν ὠριγενιστικῶν ἐρίδων, ὁπότε ἡ Ε´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (553 μ.Χ.) κατεδίκασε ἐπισήμως τὶς κακοδοξίες του. Ἔτσι μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ δυσμενὲς κλίμα δικαιολογεῖται ἡ βαρειὰ αὐτὴ ἔκφρασις τῆς Κλίμακος γιὰ τὸν Ὠριγένη.
4. Ἡ ἔννοια τοῦ χωρίου εἶναι, ὅτι θὰ ἐξαλειφθοῦν οἱ ἁμαρτίες μόνο κατὰ τὴν διάρκεια τῆς παρούσης ζωῆς μὲ τὸ πῦρ τῆς ἐν μετανοίᾳ προσευχῆς καὶ ὄχι στὴν μέλλουσα ζωὴ μὲ τὸ πῦρ τῆς δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐσφαλμένα ὑπεστήριζε ὁ Ὠριγένης ὀμιλώντας περὶ μὴ αἰωνιότητος τῆς κολάσεως καὶ περὶ ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων.