Καθώς οι Έλληνες σταδιακά αποδέχονται το χριστιανισμό, τόσο στην «κυρίως Ελλάδα» όσο και τη Μικρά Ασία κ.α., ήδη από τον 1ο αιώνα μ.Χ. (και αυξάνονται τους άλλους 2 αιώνες, δηλαδή μέσα στους διωγμούς), απορρίπτουν φυσικά τη λατρεία των ειδωλολατρικών θεών. Η στάση τους αυτή είναι πολύ ελληνική και φιλοσοφική, μια και συμφωνεί με τη στάση των μεγάλων Ελλήνων φιλοσόφων και άλλων ανθρώπων του πνεύματος απέναντι στην πολυθεϊστική θρησκεία.
Πρώτος ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος (570-480 π.Χ.) τόλμησε να αρνηθεί την κρατούσα ειδωλολατρική θρησκεία της εποχής του και να διακηρύξει επίσημα: «Είς Θεός, εν τε θεοίσι καί ανθρώποισι μέγιστος ούτε δέμας θνητοίσι όμοιος ουδέ νόημα». Όμως «πάντα θεοίσ’ ανέθηκαν Όμηρος θ’ Ησίοδος τε… όσσα παρ’ ανθρώποισιν ονείδεα και ψόγος εστίν, κλέπτειν, μοιχεύειν τε και αλλήλους απατεύειν» (Ξενοφ. Απ.,11)! Τους θεούς θεωρούσε εξ ολοκλήρου αποκυήματα της ανθρώπινης φαντασίας, ανάρμοστα για τη θεία φύση. Υποστήριζε μάλιστα πως όσοι πιστεύουν ότι οι θεοί γεννήθηκαν, ασεβούν το ίδιοι με όσους λένε πως οι θεοί πεθαίνουν!
Ο Μητρόδωρος (5ος αιών π.Χ.), μαθητής του Αναξαγόρα, διακήρυξε πως «οι θεοί δεν είναι εκείνο που νόμιζαν όσοι τους έχτιζαν ναούς και τους προσκυνούσαν» (P. Decharme, «Ελληνική Μυθολογία» τομ. Α΄, σελ.286).
Απόσπασμα του Διογένη Λαέρτιου, «Φιλοσόφων βίοι», IX 52:
Η αρχαία θρησκεία δεν ήταν μια θρησκεία φιλοσοφίας και φωτός, αλλά δεισιδαιμονίας και αίματος – παρότι η μυθολογία περιέχει μια κάποια σοφία, όπως βέβαια και οι μυθολογίες όλων των πολιτισμών της γης.
Συλλέγουμε μερικές πολύτιμες πληροφορίες από εδώ:
Όλα σχεδόν τα μεγάλα πνεύματα της αρχαιότητας άσκησαν κριτική και αρνήθηκαν την αρχαιοελληνική ειδωλολατρία.
«Κατά τους εξ π.Χ. αιώνας προσεπάθησαν να υπερβούν την πολυθεΐαν, να διαμορφώσουν μίαν υψηλοτέραν ιδέαν περί πνευματικού Θεού, να καθάρουν την έννοιαν του θείου από όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία είχαν επισωρεύσει η μυθολογία, η δεισιδαιμονία και η πρωτόγονος μαγική σκέψις των μαζών» (Κ. Σπετσιέρη, «Εικόνες Ελλήνων Φιλοσόφων», Αθήνα 1964, σελ.75). «Οι μεγάλοι Έλληνες φιλόσοφοι αντιτάχθησαν στην ειδωλολατρική πολυθεΐα και ηγωνίσθησαν, ώστε να καθαρθεί η έννοια του θείου από το μη θεοπρεπές στοιχείον» (Ν. Βασιλειάδη «Ο ανθρωπισμός του Χριστιανισμού» Αθήναι 1986, σελ. 48).
Πρώτος ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος (570-480 π.Χ.) τόλμησε να αρνηθεί την κρατούσα ειδωλολατρική θρησκεία της εποχής του και να διακηρύξει επίσημα: «Είς Θεός, εν τε θεοίσι καί ανθρώποισι μέγιστος ούτε δέμας θνητοίσι όμοιος ουδέ νόημα». Όμως «πάντα θεοίσ’ ανέθηκαν Όμηρος θ’ Ησίοδος τε… όσσα παρ’ ανθρώποισιν ονείδεα και ψόγος εστίν, κλέπτειν, μοιχεύειν τε και αλλήλους απατεύειν» (Ξενοφ. Απ.,11)! Τους θεούς θεωρούσε εξ ολοκλήρου αποκυήματα της ανθρώπινης φαντασίας, ανάρμοστα για τη θεία φύση. Υποστήριζε μάλιστα πως όσοι πιστεύουν ότι οι θεοί γεννήθηκαν, ασεβούν το ίδιοι με όσους λένε πως οι θεοί πεθαίνουν!
Ο Ηράκλειτος (540-480 π.Χ.) επιζητούσε «εξαγνισμόν από τα είδωλα» και πνευματική λατρεία του θείου (Αποστ.5, Diels). Συνέλαβε την έννοια του ενός Θεού υποστηρίζοντας πως « Έν πάντα… εκ πάντων έν καί εξ ενός πάντα…ταυτό τε ζών καί τεθνηκός καί εγρήγορος καί καθεύδον καί νέον και γηραιόν… αγαθόν και κακόν -εν καί ταυτόν-» (Β΄ 50, 10, 88, 58). Καθιέρωσε την πνευματική έννοια του Λόγου ως την υπέρτατη αιτία των πάντων και ως τον πάνσοφο νου που συγκροτεί τον κόσμο και προνοεί γι’ αυτόν (Α 16).
Υποστήριζε πως ο Ομηρος και ο Ησίοδος, αποδίδοντας στους θεούς κακίες και ανηθικότητες είχαν ολέθρια επίδρασή στα ήθη των ανθρώπων. Ακόμη στηλίτευσε τον ανόητο ανθρωπομορφισμό, τόνισε την απόλυτη διαφορά ανθρώπου και Θεού (Αποσπ. 88) και απειλούσε όσους έκαναν ανίερες τελετές (Βακχισμός, ιερά όργια, ιερή πορνεία κλπ)
Ο Αναξίμανδρος (610-564 π.Χ.) αποφάνθηκε πως το θείον είναι «αθάνατον καί ανόλεθρον», «περιέχει δε άπαντα καί πάντα κυβερνά» (Αριστ., Μεταφ. 203Β).
Ο Εμπεδοκλής (493-433 π.Χ.) καταδίκασε έντονα τον ανθρωπομορφισμό της αρχαιοελληνικής θρησκείας και όρισε ότι το θείον είναι πνεύμα (Β΄ 134)
Ο Παρμενίδης (5ος αιών π.Χ.) αρνήθηκε μετά βδελυγμίας τις απαράδεκτες αντιλήψεις της εποχής του για το θείο και αποφάνθηκε πως αυτό είναι πέρα από κάθε φυσικό φαινόμενο και ανθρώπινη σύλληψη. Το θείον είναι «ατεμές» και «ακίνητον» (Β΄ 23,24,26)
Ο Αναξαγόρας (490-427 π.Χ.) απεφάνθη ότι ο ήλιος, η σελήνη και τα αστέρια, δεν είναι θεοί, όπως πρέσβευε η ειδωλολατρική θρησκεία και η οποία απαιτούσε λατρεία γι’ αυτά, αλλά πύρινες μάζες. Το ίδιο είχαν υποστηρίξει και ο Αναξίμανδρος, ο Αναξιμένης, ο Θαλής, ο Λεύκιππος, ο Δημόκριτος.
Δημόκριτος |
Ο Πρωταγόρας (480-411 π.Χ.) θεμελίωσε την έννοια της απόλυτης υπερβατικότητας του θείου και σατύρησε την παιδαριώδη θρησκευτικότητα της εποχής του, γι’ αυτό οι φανατικοί ειδωλολάτρες αποφάσισαν να τον σκοτώσουν (Θ.Η.Ε. [Θρησκευτική & Ηθική Εγκυκλοπαίδεια], τομ. 10,692).
Ο Ηρόδοτος (480-421 π.Χ.) δεν δίστασε να ασκήσει κριτική στο Μαντείο των Δελφών για ψεύτικους χρησμούς και στηλίτευσε την απαράδεκτη ιερή πορνεία (Ιστ. Ι. 199). Ο Αριστόδημος και ο Δημοσθένης περιγελούσαν επίσης τις ανόητες μαντείες του δελφικού μαντείου (P. Dech., ό.π.). Επίσης ο Επίχαρμος (530-440 π.Χ.) λοιδορούσε την αρχαία ειδωλολατρεία, διότι αυτή θεωρούσε «τούς θεούς είναι ανέμους, ύδωρ, γήν, ήλιον, πύρ, αστέρες» (Στοβαίου Ανθολόγιο, 91,92).
Ο Πίνδαρος (522-446π.Χ.) στα περίφημα ποιήματά του απογύμνωσε τους θεούς από τις μυθολογικές γελοιότητες που προσβάλουν το θείο, (Πινδ. Ολυμ. Θ΄35) και (P. Dech., ό.π., σελ.7) και δεν έκρυβε τις μονοθείζουσες ιδέες του (Θ.Η.Ε., τόμ. 10, 393).
Ο Πρόδικος (5ος αιών π.Χ.) υποστήριξε με πάθος πως οι άνθρωποι της αρχαιότητας, λόγω πλάνης, θεωρούσαν ως θεούς ό,τι ήταν χρήσιμο για τη ζωή τους, όπως ο ήλιος, η σελήνη, τα ποτάμια οι πηγές, τα ζώα, κ.λπ. (Ξενοφ. Απομν. 11,3)
Ο Αντισθένης (414-365 π.Χ.) διακήρυξε πως ο Θεός είναι ένας και απόλυτα υπερβατικός για τον ανθρώπινο νου. Αποκήρυξε την θρησκεία της εποχής του γιατί οι θεοί της ήταν θεοποιηθέντες άνθρωποι! (Cicero de Nat. Deor. I,II, 13).
Ο Θεόφραστος (372-287 π.Χ.) ζήτησε να πάψουν οι ανόητες ζωοθυσίες, αφενός μεν από σεβασμό προς τα ζώα και αφετέρου, επειδή ο Θεός δεν έχει ανάγκη τέτοιες ταπεινές πράξεις (Θ.Η.Ε., τόμ. 6,415).
Ο Ευριπίδης (480-406 π.Χ.) χαρακτήρισε τις γελοίες για τους θεούς διηγήσεις των ποιητών «αοιδών δυστήνους λόγους» (Ευρ., Ηρακλ. Μαιν. 1346) και υποστήριξε πως «εί οι θεοί εισί κακοί ουκ εισί θεοί» (Ευρ., Βαλλεροφ. 23) με αποτέλεσμα να γίνει στόχος του φανατικού ειδωλολατρικού όχλου και να καταφύγει στη Μακεδονία!
Ο Σωκράτης (469-399 π.Χ.) υπήρξε σαφώς μονοθεϊστής. Κατά κανόνα ομιλούσε για Θεό και σπανιότατα ομιλούσε για θεούς. Στους μαθητές του δίδασκε διαφορετική θρησκευτική πίστη, γι’ αυτό καταδικάστηκε σε θάνατο ως «έτερα καινά δαιμόνια εισφέρων».
Ο Πλάτων (428-347 π.Χ.) φυγάδευσε κυριολεκτικά τον Όμηρο από την «Πολιτεία» του, διότι θεώρησε ότι οι ανήθικοί μύθοι για τους θεούς αποτελούν επιζήμια πρότυπα για τους νέους. Τόνισε εμφατικά ότι ο Όμηρος και ο Ησίοδος έπλασαν ψευδείς και ανάξιους μύθους για τους θεούς (Πολιτ. 368Α-383C). Αρνήθηκε ουσιαστικά την πατρώα ειδωλολατρική θρησκεία και προσηλώθηκε στην δική του ιδεατή θεότητα, το «Όντως Όν». Χαρακτηριστικά είναι τα εξής αποφθέγματα του μεγάλου φιλοσόφου, τα οποία προδίδουν τις μονοθεϊστικές αντιλήψεις του: «Ο δή Θεός ημίν πάντων χρημάτων μέτρον άν είη μάλιστα» (Νομ. IV 716e), «Ομοιούσθαι Θεώ» (Πολ. 613Β), «Ο Θεός έχει ταίς χερσίν αυτού τήν αρχήν, το μέσον και το πέρας πάντων των όντων» (Νομ. Δ 713e).
Ο Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.) όρισε το θείον ως «τό πρώτον κινούν ακίνητον», ως «Νόησιν Νοήσεως» και ως «Ζώον αΐδιον άριστον» (Μεταφ. 1072, Β΄ 29) ορίζοντας έτσι την πίστη του σε μία υπερβατική αρχή. Υπεράσπισε την ενότητα της θείας ουσίας ως εξής: «ουκ πολυκοιρανίη εις κοίρανος» (Μεταφ. 1076Α). Αρνήθηκε κατηγορηματικά τις ανόητες περί θεών πίστεις της αρχαιοελληνικής θρησκείας και γι’ αυτό κατηγορήθηκε για αθεϊσμό!
Οι Στωικοί, ακολουθώντας την διδασκαλία του Ζήνωνα καθιέρωσαν την πίστη στον ένα Θεό και ερμήνευσαν τους μύθους του Ομήρου αλληγορικά (P. Nilsson, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Θρησκείας, Αθήναι 1977, σελ 304).
Αρνητές της αρχαιοελληνικής ειδωλολατρικής θρησκείας υπήρξαν ακόμα ο Καρνεάδης, ο Θεόδωρος ο Κυρηναίος, ο Λεύκιππος, ο Δημόκριτος, ο Επίκουρος και όλοι οι σοφιστές, οι κυνικοί και οι στωικοί φιλόσοφοι.
Το τελειωτικό κτύπημα στην αρχαία θρησκεία, το έδωσε ο Ευήμερος ο Μεσσήνιος (317-297 π.Χ.) ο οποίος διατύπωσε τη θεωρία η οποία έγινε τελικά ευρέως αποδεκτή, πως οι θεοί της αρχαιοελληνικής θρησκείας ήταν κάποιοι επιφανείς άνθρωποι της πολιάς αρχαιότητας, τους οποίους οι άνθρωποι λόγω αμάθειας θεοποίησαν!
Σωκράτης |
Έχοντας όλα αυτά υπ’ όψιν του ο Άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυρας († 165 μ.Χ.) έγραφε πως «Οι μετά λόγου βιώσαντες χριστιανοί εισί, κάν άθεοι ενομίσθησαν, οίον εν Έλλησι μέν Σωκράτης καί Ηράκλειτος καί οι όμοιοι αυτοίς» (Ιουστ. Α΄ Απολ. α΄ 46,3, ΒΕΠΕΣ 3,186) και «Ουχ αλλότρια εστί τά τού Πλάτωνος διδάγματα τού Χριστού, όσα ούν παρά πάσι καλώς είρηται ημών τών Χριστιανών εστί» (Ιουστ. Β΄ Απολ. 13,2-4, ΒΕΠΕΣ 3,207)! Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς επίσης μίλησε περί «ειδικής αποκαλύψεως» από το Θεό στους αρχαίους Έλληνες σοφούς (Προτρεπτικός προς Έλληνας VI, ΒΕΠΕΣ 7,52)!
Αργότερα, με το έπος και την σπουδή των κλασικών ο Βυζαντινός αναλαμβάνει την ελληνική του καταγωγή, χωρίς να αισθάνεται πως κάτι τέτοιο βλάπτει την Χριστιανικότητά του, συνδυάζοντας φιλοσοφία και θεολογία και ανακηρύσσοντας θαρραλέα τους σοφούς της αρχαιότητας χριστιανούς προ του γράμματος! Συναρμόζοντας τους αρχαίους με τους μέσους αιώνες στην ψυχή τους, οι άνθρωποι της εποχής εκείνης απεργάζονται δυναμικά την ιστορική του έθνους συνέχεια, το σε όραμά τους θα ζωντανέψει στους νάρθηκες των Εκκλησιών, όπου ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι άλλοι μεγάλοι του προχριστιανικού ελληνισμού θα ιστορηθούν με αμφίεση προφητών. Ο νεώτερος ελληνισμός, όπως άλλωστε και ο λεγόμενος βυζαντινός που τον γέννησε δεν συνιστούν παράλληλα ή προδρομικά φαινόμενα των νεοτέρων χρόνων της Ευρώπης, αλλά συνιστούν, και εδώ έγκειται η εθνική μας ιδιορρυθμία, ανάπλαση και μεταστοιχείωση ενός και του αυτού λαού, από εσωτερική περίσσια και όχι από εξάντληση.
Συμπληρωματικά στοιχεία υπάρχουν και εδώ.
Η στάση αυτή των ανθρώπων του πνεύματος προκάλεσε τη δίωξη πολλών απ’ αυτούς στις πόλεις κράτη του –δήθεν ανεξίθρησκου– αρχαίου ελληνικού κόσμου:
Οι διωγμοί των φιλοσόφων από τους πολυθεϊστές – Μια μικρή γεύση σκοταδισμού [από εδώ]
Ο θάνατος του Σωκράτη, κλασικός πίνακας του Jacques-Louis David (1748-1825) |
Απόσπασμα του Διογένη Λαέρτιου, «Φιλοσόφων βίοι», IX 52:
«Εξαιτίας της δήλωσης του Πρωταγόρα στο βιβλίο του Περί θεών ότι δεν ξέρει αν υπάρχουν θεοί, οι Αθηναίοι τον έδιωξαν από την πόλη και ΕΚΑΨΑΝ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ στην Αγορά, αφού πρώτα έβγαλαν κήρυκα και ΤΑ ΜΑΖΕΨΑΝ ΕΝΑ-ΕΝΑ από όσους είχαν αντίτυπα». (Το ίδιο λένε και οι: Φιλόστρατος, Βίοι Σοφιστών, I 10, 3. Ησύχιος, Ονοματολόγος. Σέξτος Εμπειρικος, Προς μαθηματικούς, IX 55)
Επίσης: «Ο Αναξαγόρας μηνύθηκε για ασέβεια επειδή διακήρυσσε ότι ο ήλιος είναι μια διάπυρη μεταλλική μάζα, και καταδικάστηκε σε πρόστιμο 35 ταλάντων και εξορία. Κατά άλλους καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο» ΔΙΟΓΕΝΗΣ ΛΑΕΡΤΙΟΣ II, 7 [σημ. του blog μας: μήπως σας θυμίζει τίποτα;].
«Ο Πρόδικος ο Κείος, φιλόσοφος και σοφιστής, σύγχρονος του Δημοκρίτου, μαθητής του Πρωταγόρα, πέθανε στην Αθήνα, αφού του έδωσαν να πιεί κώνειο, με το αιτιολογικό ότι διέφθειρε τους νέους» Λεξικό ΣΟΥΔΑ. ["Νεκρός": μια συγκλονιστική συμπληρωματική πληροφορία από εδώ: "Αυτή η θανατική καταδίκη με κώνειο ήταν νόμος των Κείων που εφαρμοζόταν στους υπερηλίκους όταν γίνονταν βάρος. Σχετικά ο Στράβων γράφει: «ο νόμος τους υπέρ τα εξήκοντα έτη κωνιάζεσθαι και τους διαρκείν τοις άλλοις την τροφήν» (βιβλ. Χ.Α 76). Δηλαδή ότι υπήρχε νόμος με τον οποίον έπρεπε εκείνοι που πέρασαν τα εξήντα τους χρόνια να θανατώνονται με κώνειο, με σκοπό να επαρκεί η τροφή για τους άλλους τους νεώτερους"].
Επίσης: Ο Θεόδωρος ο Κυρηναίος, ο επονομαζόμενος Άθεος, που έζησε στο α΄ μισό του 3ου π.Χ. αι. κατά τον Διογένη Λαέρτιο (2, 101-102) αφού εξορίστηκε για τη διδασκαλία του από την Αθήνα, κατέφυγε στην αυλή του Πτολεμαίου, και έπειτα στην Κυρήνη, όπου επίσης εξορίστηκε, για να καταφύγει ξανά στην Ελλάδα.
Ο Διαγόρας ο Μήλιος εξορίστηκε από τους Αθηναίους επειδή έλεγε πως οι θεότητες του Ολύμπου είναι ανύπαρκτες και επειδή διακωμωδούσε τα απόκρυφα των μυστηρίων, και τον καταδίκασαν σε θάνατο, επικηρύσσοντας το κεφάλι του με ανταμοιβή ένα τάλαντο (Λυσίας 6.17, Σούδα).
Ο Στίλπων ο Μεγαρεύς δικάστηκε και καταδικάστηκε για ασέβεια προς τα μνημεία των θεών, και η ποινή ήταν εξορία.
Επίσης κατηγορήθηκαν (δικάστηκαν) επί ασέβεια προς τον Παγανισμό οι Ασπασία και Ευριπίδης (από τον Κλέωνα).
Δες οπωσδήποτε αυτό το εκτενές σχετικό αφιέρωμα.
Ποια θρησκεία απέρριψαν οι φιλόσοφοι;
Η αρχαία θρησκεία δεν ήταν μια θρησκεία φιλοσοφίας και φωτός, αλλά δεισιδαιμονίας και αίματος – παρότι η μυθολογία περιέχει μια κάποια σοφία, όπως βέβαια και οι μυθολογίες όλων των πολιτισμών της γης.
Αποσπάσματα από εδώ:
[...] «Επί τούτου του βωμού τω Λυκαίω Διί θύουσιν εν απορρήτω· πολυπραγμονήσαι δε ού μοι τα ες την θυσίαν ηδύ ην, εχέτω δε ως έχει και ως έσχεν εξ αρχής.» (Παυσανίας, Αρκαδικά 38, 7)
Ο Παυσανίας αναφέρει πολλές ανθρωποθυσίες που γίνονταν στα μέρη όπου πήγαινε. Εδώ όμως ντρέπεται να περιγράψει αυτό το είδος ανθρωποθυσίας. Οι ενδείξεις μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι θυσιάζονταν και τρώγονταν βρέφη απ’ τους μανιακούς οπαδούς του Δία...
«Λυκάων δε επί τον βωμόν του Λυκαίου Διός βρέφος ήνεγκεν ανθρώπου και έθυσε το βρέφος και έσπεισεν επί του βωμού το αίμα, και αυτόν αυτίκα επί τη θυσία γενέσθαι λύκον φασίν αντί ανθρώπου.» (Παυσανίας, Αρκαδικά 2,3)
«Τίς αρχή ουν μεταβολής εκ προστάτου επί τύραννον; Ή δήλον ότι επειδάν ταυτόν άρξηται δραν ο προστάτης τω εν τω μύθω ος περί το εν Αρκαδία το του Διός του Λυκαίου ιερόν λέγεται;
Τίς; έφη.
Ως άρα ο γευσάμενος του ανθρωπίνου σπλάγχνου, εν άλλοις άλλων ιερείων ενός εγκατατετμημένου, ανάγκη δη τούτω λύκω γενέσθαι. Ή ουκ ακήκοας τον λόγον;
Έγωγε» (Πλάτωνος, Πολιτεία Η΄ 565 d-e).
Είναι φανερό ότι η βρώση των βρεφών που είχαν θυσιαστεί συνέβαινε πολλές φορές στο βωμό του Λυκαίου Διός. Η μεταμόρφωση αυτή σε λύκο ασφαλώς είναι συμβολική διότι, φυσικά, δεν μετατρέπεται κανείς άνθρωπος σε ζώο. Όπως φαίνεται, συμβολίζει την απόκτηση υπεράνθρωπων δυνάμεων. Ας μην ξεχνάμε ότι, στην ορεινή και πρωτόγονη Αρκαδία ειδικά, λατρευόταν περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού και ο ντόπιος ζωόμορφος Πάνας.
«Μετά δε Στύμφαλόν εστιν Αλέα, συνεδρίου μεν του Αργολικού μετέχουσα και αύτη, ʼλεον δε τον Αφείδαντος γενέσθαι σφίσιν αποφαίνουσιν οικιστήν. Θεών δε ιερά αυτόθι Αρτέμιδός εστιν Εφεσίας και Αθηνάς Αλέας, και Διονύσου ναός και άγαλμα. Τούτω παρά έτος Σκιέρεια εορτήν άγουσι, και εν Διονύσου τη εορτή κατά μάντευμα εκ Δελφών μαστιγούνται αι γυναίκες, καθά και οι Σπαρτιατών έφηβοι παρά τη Ορθία» (Μτφρ: «Μετά τη Στύμφαλο είναι η Αλέα (χωριό Αλέα πρώην Μπουγιάτι), που και αυτή μετέχει στην αργολική ομοσπονδία [?]. Εδώ υπάρχουν τα ιερά της Εφεσίας Αρτέμιδος, της Αλέας Αθηνάς και του Διονύσου, με άγαλμα του θεού. Κάθε χρόνο τελούν προς τιμήν του τα Σκιέρεια, όπου, σύμφωνα με χρησμό του μαντείου των Δελφών, μαστιγώνονται οι γυναίκες, όπως και οι έφηβοι των Σπαρτιατών στη γιορτή της Ορθίας»] (Πηγή: Περιηγήσεις Παυσανία από την Αργολίδα στην Αρκαδία, Αρκαδικά 23, 1, Ιστορικά Νο 249. 19 Αυγούστου 2004 σελ. 13,14).
«Ενταύθα [εν Ποτνιαίς] και Διονύσου ναός εστιν Αιγοβόλου. Θύοντες γαρ τω θεώ προήχθησάν ποτε υπό μέθης ες ύβριν, ώστε και του Διονύσου τον ιερέα αποκτείνουσιν· αποκτείναντας δε αυτίκα επέλαβε νόσος λοιμώδης, και σφισιν αφίκετο ίαμα εκ Δελφών τω Διονύσω θύειν παίδα ωραίον· έτεσι δε ου πολλοίς ύστερον τον θεόν φασιν αίγα ιερείον υπαλλάξαι σφίσιν αντί του παιδός. Δείκνυται δε εν Ποτνιαίς και φρέαρ· τας δε ίππους τας επιχωρίους του ύδατος πιούσας τούτου μανήναι λέγουσιν.» (Παυσανίας, Βοιωτικά 8,2)
Στην «Εκάβη» (535), του Ευριπίδη περιγράφεται με έναν ιδιαίτερο εναργή τρόπο η φοβερή τελετουργία του εναγισμού με ανθρωποθυσία. Ο Νεοπτόλεμος, υιός του Αχιλλέα, οδηγεί την Πολυξένη (την παρ’ ολίγον μητριά του) από το χέρι -ως ο κοντινότερος συγγενής της!- προς την κορυφή του Τύμβου (όπου βρισκόταν ο τάφος του πατέρα του), για την θυσία προς εξευμενισμό του νεκρού Αχιλλέα φωνάζοντας: «Έλα και πιές της κόρης το μαύρο αίμα το αγνό»! Σε διάφορα αγγεία που έχει απεικονιστεί η σκηνή (H. B. Walters, J. H. S. XVIII, 1898, σ. 281, πιν. XV) ο τάφος του Αχιλλέα όπου θυσιάζεται η Πολυξένη παρουσιάζεται ως ΟΜΦΑΛΟΣΧΗΜΟΣ τάφος - βωμός… (Πηγή: Οι απόκρυφες επιστήμες στην ελληνική αρχαιότητα», Διαμαντής Κούτουλας, κεφάλαιο Α «Εναγισμοί», Εκδόσεις Έσοπτρον, Αθήνα 2002, σελίδα 34).
Στο ίδιο post, λίγο παρακάτω, παρατίθενται εκτενώς στοιχεία για ανθρωποθυσίες και γενικά αιματηρές λατρείες στη μινωική Κρήτη, σε άλλα σημεία του ελληνικού χώρου και στην Κύπρο. Ο ενδιαφερόμενος, ας κάνει τη βολτίτσα του…
Διαβάστε και: περί ανθρωποθυσιών και κανιβαλισμού στη λατρεία του Διονύσου (εδώ), καθώς και ένα εκπληκτικό άρθρο σύγχρονου αρχαιολάτρη, που υπερασπίζεται τις αρχαίες ελληνικές ανθρωποθυσίες (ως προϊόντα σοφίας και χρήσιμες για την κοινότητα) και κατακρίνει την καταδίκη τους από τους χριστιανούς ως αποτέλεσμα αμάθειας και φανατισμού!Ο σκελετός νεαρού άνδρα όπως ήρθε στο φως στα Ανεμόσπηλια της Κρήτης με το εγχειρίδιο της θυσίας ακόμη επάνω του (από εδώ, όπου και στοιχεία για άλλα ευρήματα). |
Το τελευταίο ερώτημα: αυτοί οι φωτισμένοι αρχαίοι Έλληνες σοφοί, που ουσιαστικά απέρριψαν την ειδωλολατρία και ενίοτε διώχθηκαν γι' αυτό, πώς αντιμετωπίστηκαν από τους χριστιανούς; Ήδη έχουν δοθεί μερικά στοιχεία. Θα γράψουμε πιο αναλυτικά στο επόμενο post.
http://o-nekros.blogspot.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου