Ὁ Λόγος καὶ ἡ Πολιτεία τῶν Πατέρων (Φιλοκαλικὰ θέματα)
τοῦ Ἀρχιμ. Τιμοθέου (Τζιαβάρα)
ἀποσπάσματα
ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο βιβλίον (σελ. 246), ἐκδόσεως Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Θεοδοσίου Ναυπλίου (2004),
211 00 Ναύπλιον, τηλ. 27520-44240.
ΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ Η ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ
Ἡ μόνη ἐλπίδα μας, λοιπόν, εἶναι οἱ Ἅγιοι Πατέρες, οἱ Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας καὶ οἱ Γέροντες τῆς ἐρήμου, κυρίως οἱ δεύτεροι, διότι αὐτοὶ βιώνουν μὲ ἀκρίβεια τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἔχουν πολλὴ παρρησία κατὰ τὴν προσευχή τους στὸν Κύριο. Αὐτοὶ χύνουν τὸ αἷμα τῆς ψυχῆς τους γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Νὰ γιατὶ ὁ σημερινὸς κόσμος ἐξακολουθεῖ νὰ ζεῖ. Γιατὶ προσεύχονται γιὰ μᾶς οἱ Πατέρες, οἱ Γέροντες στὴν ἔρημο, κι ἂς λένε οἱ ἄνθρωποι τοῦ κόσμου μὲ τὸ σκοτισμένο νοῦ τους ὅτι οἱ μοναχοὶ δὲν προσφέρουν τίποτε στὸν κόσμο. Προσφέρουν τὴ «σύσταση τοῦ κόσμου», τὴ ζωὴ τοῦ κόσμου.
Οἱ Θεοφόροι Πατέρες καὶ κυρίως ἐκεῖνοι τῆς ἐρήμου, οἱ νηπτικοί, ὅπως ὀνομάζονται ἀπὸ τὴ διαρκῆ πνευματική τους νήψη καὶ ἐγρήγορση, αὐτοὶ ποὺ ἔζησαν καὶ αὐτοὶ ποὺ ζοῦν ἀκόμη στὶς μέρες μας, εἶναι ἡ ἐλπίδα καὶ τὸ στήριγμά μας μέσα στὴ σύγχυση καὶ τὴν ἀπόγνωση τῆς ἐποχῆς μας, διότι ὁ λόγος τους εἶναι ἔγκυρος, γνήσιος καὶ ἀληθινός, καὶ ἡ ζωή τους Χριστοζωή, ζυμωμένη μὲ τὸ δάκρυ καὶ τὸ αἷμα. Ὁ ἀββᾶς Λογγῖνος λέει ὅτι ὁ Χριστιανὸς ἀποκτᾶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ θεώνεται μόνο ὅταν χύσει αἷμα.
Σ' αὐτούς, λοιπόν, τοὺς Πατέρες καὶ Γέροντες νὰ καταφύγουμε καὶ αὐτῶν τὸ λόγο νὰ ἐφαρμόσουμε καὶ αὐτῶν τὸ βίο καὶ τὴν πολιτεία νὰ μιμηθοῦμε, γιὰ νὰ σωθοῦμε, γιὰ νὰ ὁδηγηθοῦμε μὲ ἀσφάλεια στὸν Κύριο καὶ Θεὸ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστό, ποὺ εἶναι ἡ ζωή μας καὶ ἡ ἀγαλλίασή μας, ἡ τιμή μας καὶ ἡ δόξα μας.
ΥΠΑΚΟΗ
Ὑπακοὴ στὴ γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου σημαίνει συμμόρφωση πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας, τὸ ὁποῖο ἐκφράζεται εἴτε ἀπ' εὐθείας διὰ τοῦ κυριακοῦ λόγου εἴτε διὰ τοῦ ἀποστολικοῦ κηρύγματος εἴτε διὰ τῶν ἐπισκόπων καὶ Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας εἴτε διὰ τῶν Γερόντων, τῶν πνευματικῶν καὶ ἐξομολόγων κ.λπ.
Ὁ Ἀββᾶς Ροῦφος πάλι λέει πὼς πιὸ μεγάλη δόξα περιμένει τὸν καλὸ ὑποτακτικὸ ἀπὸ τὸν ἐρημίτη, ποὺ ζεῖ μὲ τὸ θέλημά του στὴ μοναξιὰ τῆς ἐρήμου. Κι ὁ Ἀββᾶς Ἰωσὴφ ὁ Θηβαῖος ἔλεγε ὅτι τρία πράγματα ἀρέσουν ἰδιαίτερα στὸ Θεό. Ἀρρώστια μὲ ὑπομονή, ἔργα χωρὶς ἐπίδειξη, μόνο γιὰ τὴν ἀγάπη Του, καὶ ὑποταγὴ σὲ πνευματικὸ πατέρα μὲ τελεία αὐταπάρνηση. Αὐτὸ τὸ τελευταῖο ἔχει ἕνα στεφάνι περισσότερο.
Ἀλλ' ἡ ὑπακοὴ δὲν εἶναι εὔκολο πράγμα. Εἶναι πολὺ δύσκολο. Εἶναι μαρτύριο. Εἶναι δύσκολο καὶ ἐπώδυνο νὰ ἀρνηθεῖς τὸν ἑαυτό σου, τὴ γνώμη σου, τὸ θέλημά σου. Γι' αὐτὸ λογίζεται ὡς μαρτύριο, εἶναι τὸ λεγόμενο μαρτύριο τῆς συνειδήσεως.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης λέει ὅτι οἱ Πατέρες ὀνόμασαν τὴν ψαλμῳδία ὅπλο, τὴν προσευχὴ τεῖχος, τὰ καθαρὰ δάκρυα λουτρό, ἐνὼ τὴν μακαρία ὑπακοὴ τὴ χαρακτήρισαν ὡς μαρτύριο. Χωρὶς αὐτὴν κανεὶς ἀπὸ τοὺς ἐμπαθεῖς δὲν θὰ κατορθώσει νὰ δεῖ τὸν Κύριο.
Συνήθως οἱ Χριστιανοὶ κάνουμε ὑπακοὴ στὸ Θεό, ὅταν τὸ θέλημά Του εἶναι εὐχάριστο γιὰ μᾶς. Μᾶς ἀρέσει πάντα ἡ Ἀνάσταση καὶ ποτὲ ὁ Σταυρός. Ἀλλὰ Ἀνάσταση χωρὶς Σταυρὸ δὲν ὑπάρχει. Γιὰ νὰ ἀναστηθεῖς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καὶ νὰ συμβασιλεύσεις μαζί Του, πρέπει προηγουμένως νὰ συσταυρωθεῖς μαζί Του. Γιὰ νὰ ἀναληφθεῖς μαζί Του στὴν αἰώνια βασιλεία Του, πρέπει νὰ φέρεις ὅπως κι Ἐκεῖνος τὰ στίγματα τῶν ἥλων στὰ χέρια σου καὶ στὰ πόδια σου. Πρέπει νὰ φέρεις τὸ σημάδι τῆς λόγχης στὴν καρδιά σου. Πρέπει νὰ πονέσεις στὴ ζωή σου. Αὐτὸ εἶναι τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, γιατὶ αὐτὸ θὰ σὲ σώσει· ὁ σταυρός, ὁ πόνος, ἡ θλίψη, τὰ βάσανα. «Γενηθήτω, Κύριε, τὸ θέλημά Σου»! Κάνε, Κύριε, στὴ ζωή μου νὰ μὴν ἔρχονται τὰ πράγματα ὅπως ἐγὼ θέλω, ἀλλ' ὅπως Ἐσύ. Ἀμήν.
ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ
Οἱ ἅγιοι καὶ Θεοφόροι Πατέρες τὴν ὀνομάζουν ὑψοποιὸ δύναμη. Χωρὶς τὴν ταπείνωση δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δημιουργηθοῦν οὐράνιοι ἄνθρωποι καὶ ἐπίγειοι ἄγγελοι. Δηλαδή, εἶναι ἀδύνατον νὰ σωθοῦν, νὰ θεωθοῦν καὶ νὰ δοξαστοῦν οἱ ἄνθρωποι στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ταπείνωση εἶναι, λέει ὁ ἀββᾶς Βαρσανούφιος, τὸ νὰ θεωρεῖς τὸν ἑαυτό σου σὰν χῶμα καὶ στάχτη, μὲ ἔργα καὶ ὄχι μόνο μὲ λόγια. Ταπείνωση εἶναι νὰ ἔχεις τὸ ἀψήφιστο σὲ ὅλα τὰ πράγματα (δηλαδὴ νὰ πιστεύεις ὅτι δὲν εἶσαι ἄξιος νὰ σὲ λογαριάζουν οἱ ἄλλοι) καὶ τὸ νὰ κόψεις σὲ ὅλα τὸ δικό σου θέλημα καὶ νὰ ὑπομένεις τὰ ἔξωθεν ἐπερχόμενα σὲ σένα χωρὶς ταραχή. Αὐτὴ εἶναι ἡ τελεία ταπεινοφροσύνη, τὸ νὰ βαστάσεις ὕβρεις καὶ ὀνειδισμοὺς καὶ ὅσα ἔπαθε ὁ Διδάσκαλός μας Ἰησοῦς.
Ταπεινοφροσύνη σημαίνει νὰ φρονῶ, νὰ σκέπτομαι ταπεινά, καὶ ταπείνωση σημαίνει νὰ ζῶ ταπεινά. Ἀλλὰ ἡ μία ἔννοια δὲ χωρίζεται ἀπὸ τὴν ἄλλη, γι' αὐτὸ καὶ ἡ χρήση τους ἐναλλάσσεται. Ἡ ταπείνωση εἶναι πρῶτα κατάσταση τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς κι ὕστερα τρόπος ζωῆς καὶ συμπεριφορᾶς.
Ὁ ὑπερήφανος δὲν ἀντέχει νὰ τὸν ἐπικρίνουν· ὁ συντετριμμένος δὲν διανοεῖται νὰ ἐπικρίνει· ἡ ζωή του εἶναι γλυκασμός, ἀφοῦ τίποτε δὲν κρατεῖ γιὰ λογαριασμό του. Ὁ ταπεινὸς εἶναι ὁ ὄντως ἐλεύθερος σὲ ὅλα καὶ πάντοτε. Εἶναι ὁ ὄντως δυνατὸς καὶ ὄχι ὁ ἀδύνατος.
Κάποτε ρώτησε ὁ Ἀββᾶς Μωυσῆς τὸ νεαρὸ μοναχὸ Ζαχαρία: - Τὶ νὰ κάνω, παιδί μου, γιὰ νὰ σωθῶ; - Ἐμένα τὸν ἀνίδεο ρωτᾶς, Ἀββᾶ; τοῦ εἶπε ἐκεῖνος συνεσταλμένος. - Πίστεψέ με, ἀδελφέ, εἶδα τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο νὰ σ' ἐπισκιάζει κι αὐτὸ μὲ ἀναγκάζει νὰ σὲ συμβουλευθῶ, ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας. Ὁ Ζαχαρίας τότε ἔβγαλε ἀπὸ τὸ κεφάλι του τὸ κουκούλι του, τὸ πέταξε κατὰ γῆς κι ἄρχισε νὰ τὸ ποδοπατᾶ λέγοντας: - Ἂν ὁ καλόγερος δὲν ποδοπατηθεῖ ἔτσι, Ἀββᾶ, δὲ βρίσκει σωτηρία.
«Ὅπου Θεὸς βούλεται, νικᾶται φύσεως τάξις». Ἔτσι «ἡ Παρθένος ἔτεκε Θεὸν ἐνανθρωπήσαντα». «Ὁ ἀχώρητος παντὶ ἐχωρήθη ἐν γαστρί». Καὶ ἡ γαστέρα τῆς Παρθένου ἔγινε «πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν». Ἔτσι ὁ θάνατος τοῦ Κυρίου κατήργησε τὸ δικό μας θάνατο καὶ ἔγινε ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀφθαρσίας. Ἔτσι ἡ ταπείνωση ὑψώνει τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἀγγελοποιεῖ. Ὅσοι ἀμφισβητοῦν τὸ λόγο τοῦτο μένουν μέσα στὴ δυστυχία καὶ τὸ ψυχικὸ μαρτύριο τοῦ ἐγωισμοῦ τους καὶ τῆς ὑπερηφάνειάς τους.
Δύο ἀδέλφια, διηγεῖται τὸ Γεροντικό, πῆγαν μαζὶ στὴν ἔρημο καὶ ἀσκήτευαν στὴν ἴδια καλύβη. Ὁ διάβολος ὅμως φθονώντας τὴν ἀγάπη τους βάλθηκε νὰ τοὺς χωρίσει. Ἕνα βράδυ ὁ νεώτερος πῆγε ν' ἀνάψει τὸ λυχνάρι, ἔσπρωξε ἄθελά του τὸ λυχνοστάτη, τὸν ἀναποδογύρισε καὶ χύθηκε τὸ λάδι. Ὁ μεγαλύτερος θύμωσε καὶ τοῦ ἔδωσε ἕνα μπάτσο. Τότε αὐτὸς χωρὶς νὰ ταραχτεῖ, ἔσκυψε, τοῦ ἔβαλε μετάνοια καὶ τοῦ εἶπε ταπεινά: - Συγχώρησε τὴν ἀπροσεξία μου, ἀδελφέ. Τώρα ἀμέσως θὰ ἐτοιμάσω ἄλλο. Τὴν ἴδια νύχτα ἕνας εἰδωλολάτρης ἱερέας, ποὺ ἔτυχε νὰ βρίσκεται μέσα στὸ εἰδωλεῖο, ἄκουσε τὰ δαιμόνια νὰ κάνουν μεταξύ τους δικαστήριο. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ὁμολόγησε ντροπιασμένο στὸν ἀρχηγό του: - Πηγαίνω καὶ κάνω ἄνω κάτω τοὺς μοναχούς. Μὰ τὶ φταίω ὅταν κάποιος ἀπὸ αὐτοὺς γυρίζει καὶ βάζει στὸν ἄλλο μετάνοια καὶ μοῦ καταστρέφει ὅλη τὴ δουλειά; Ἀκούοντας αὐτὰ ὁ εἰδωλολάτρης, ἔγινε ἀμέσως Χριστιανὸς κι ἀποτραβήχτηκε στὴν ἔρημο. Σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ κράτησε στὴν καρδιά του τὴν ταπείνωση καὶ στὸ στόμα του εἶχε διαρκῶς πρόχειρο τὸ «συγχώρησόν με».
ΑΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ
Φαίνεται, λοιπόν, καθαρὰ πὼς ἀπροσπάθεια εἶναι ἡ ἀποφυγὴ τῆς ἐπιθυμίας καὶ τῆς κινήσεώς μας πρὸς τὰ ἐγκόσμια καὶ ἁμαρτωλὰ πράγματα. Τὸ στερητικὸ ἄλφα σημαίνει ἄρνηση. Ἀρνοῦμαι νὰ κινηθῶ πρὸς ἀπόκτηση πραγμάτων ποὺ δὲν μοῦ χρησιμεύουν στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας μου, ἐνῶ ἀντιθέτως παρεμποδίζουν αὐτὸ τὸ ἔργο καὶ καθιστοῦν ἀνέφικτη τὴν πραγμάτωση τοῦ σκοποῦ τῆς ζωῆς μου ποὺ εἶναι ὁ ἁγιασμός, ἡ τελείωση καὶ ἡ θέωσή μου ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καὶ διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἡ ἀπροσπάθεια (ἀ-προσπάθεια) σημαίνει τὴν τελεία ἐλευθερία ἀπὸ ὅλα ἐκεῖνα ποὺ αἰχμαλωτίζουν καὶ δυναστεύουν τὴν ψυχή. Σημαίνει τὴν ἐπάνοδο στὴν προπτωτικὴ συνθήκη τῶν πρωτοπλάστων. Ἡ ἀπώλεια τῆς ἐλευθερίας ἔγινε ὅταν οἱ πρωτόπλαστοι ἐπεθύμησαν μὲ πάθος τὸν ἀπαγορευμένο καρπό, γιατὶ πίστεψαν ὅτι αὐτὸ θὰ τοὺς ἐξασφάλιζε τὴ θέωση. Ὅμως διαψεύστηκαν οἰκτρά. Κι αὐτοὶ μὲν δὲν εἶχαν ἐμπειρία - πρὶν ἀπὸ τὴν βρώση - τοῦ κακοῦ ἀποτελέσματος μιᾶς ἐμπαθοῦς ἐπιθυμίας, ἐμεῖς ὅμως μολονότι ἔχομε πολλὴ ἐμπειρία, δὲ σταματοῦμε τὴν προσπάθεια, τὴν ἐμπαθῆ κίνηση καὶ ὁρμὴ πρὸς ἀπόλαυση τῶν κοσμικῶν πραγμάτων. Κι αὐτὸ δείχνει τὴν ἀπώλεια τῆς προσωπικῆς μας ἐλευθερίας. Ὁ Παῦλος σταματᾶ μπροστὰ στὸν πειρασμὸ διαφυλάσσοντας τὴν ἐλευθερία του μὲ τὸ λόγο ὅτι «πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ' οὐ πάντα συμφέρει· πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ' οὐκ ἐγὼ ἐξουσιασθήσομαι ὑπό τινος».
Ἡ λύπη εἶναι σημάδι προσπάθειας, ἐνῶ ἡ χαρὰ εἶναι σημάδι ἀπροσπάθειας. Ἐκεῖνος ποὺ λυπᾶται ὅταν χάσει κάτι σημαίνει ὅτι ἦταν ἐξαρτημένος ἀπὸ αὐτό, ὅτι ἦταν ἑνωμένος μὲ αὐτό, καὶ καθὼς ἀποκολλᾶται ἀπὸ αὐτὸ πονάει, ὅπως πονάει κάποιος ἄρρωστος ποὺ τοῦ κάνουν ἀκρωτηριασμὸ στὸ σῶμα του. Ἐκεῖνος ποὺ νομίζει ὅτι ἔχει «ἀπροσπάθεια» γιὰ ἕνα ὁποιοδήποτε πράγμα, αἰσθάνεται ὅμως λύπη στὴν καρδιά του ὅταν τὸ στερηθεῖ, αὐτὸς ἀπατᾶται τελείως.
Ὁ Χριστιανὸς ποὺ κυριαρχεῖ πάνω στὰ ὑλικὰ πράγματα, ποὺ τὰ χρησιμοποιεῖ γιὰ τὴ βιολογική του ζωή καὶ δὲν κυριαρχεῖται ἀπὸ αὐτά, εἶναι πάντα χαρούμενος. Βαδίζει στὸ δρόμο του μὲ κλειστὰ μάτια καὶ χωρὶς κανένα ἐμπόδιο προχωρεῖ πρὸς τὸν οὐρανό. Τὰ ὑλικὰ πράγματα καὶ ἀγαθὰ μᾶς τὰ ἔδωσε ὁ Θεός, γιὰ νὰ ζήσουμε καὶ ὄχι γιὰ νὰ τὰ λατρεύουμε. Τὰ πρόσωπα ὑπάρχουν δίπλα μας, γιὰ νὰ ὑπενθυμίζουν τὸ Θεό, διότι εἶναι εἰκόνες τοῦ Θεοῦ. «Εἶδες τὸν ἀδελφόν σου, εἶδες Κύριον τὸν Θεόν σου», λέει ὁ Ἀββᾶς Ἀπολλώς. Καὶ ὁ ἅγιος Νεῖλος ὁ ἀσκητὴς παρατηρεῖ: «Μακάριός ἐστι Μοναχός, (ἢ Χριστιανός) ὁ πάντας ἀνθρώπους ὡς Θεόν, μετὰ Θεὸν λογιζόμενος». Τὰ πρόσωπα εἶναι ἀδελφοί μας καὶ τὰ ἀγαποῦμε ἀπαθῶς, διότι αὐτὴ ἡ ἀγάπη μᾶς βοηθεῖ στὴ σωτηρία μας, ἐνῶ ἡ ἐμπαθὴς ἀγάπη μᾶς ἐμποδίζει. Τὰ πρόσωπα τὰ ἀγαποῦμε χωρὶς «προσπάθεια», διότι μὲ αὐτὰ σωζόμαστε. Ἡ σωτηρία εἶναι ὑπόθεση ἐκκλησιαστική, δηλαδὴ προσωπική. Σωζόμαστε «σὺν πᾶσι τοῖς ἁγίοις». Ἑπομένως οἱ ἄλλοι εἶναι ὁ παράδεισός μας καὶ ὄχι ἡ κόλασή μας, ὅπως ἔλεγε ὁ Σάρτρ. Ἐλεύθεροι, λοιπόν, ἀπὸ «προσπάθειες» γιὰ πράγματα καὶ πρόσωπα, προχωροῦμε μὲ ἀσφάλεια πρὸς τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, πρὸς τὴν πραγματική μας πατρίδα καὶ κατοικία.
------------
Ἀ: Αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ (Περὶ καρδίας, Ἡ παθολογία τῆς ψυχῆς, Ἡ θεραπεία τῆς ψυχῆς, Ἡ μετάνοια, Ἡ ἀγάπη, Ἡ ἠσυχία, Τὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας) διαπραγματεύεται τὸ ψυχωφελὲς τοῦτο βιβλίο, ἀδελφοί, ἀλλ' ὡς ἐδὼ μπορέσαμε νὰ σᾶς μεταδώσουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου