ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ΤΟΥ 1922. Η προδοσία είχε ολοκληρωθεί. Οι φαρισαίοι της εποχής και ο
ανθελληνικός όχλος είπε στις Μεγάλες Δυνάμεις, που έπαιζαν το ρόλο του
Πόντιου Πιλάτου, για τον Μικρασιατικό Ελληνισμό·
"Σταυρωθήτω". Ο λίβας επέπεσε στην Ιωνία και ήταν πια φανερό ότι τα
λυχνάρια των Εκκλησιών της ήταν έτοιμα να σβήσουν.
Η Αγγελική είχε τελειώσει το Σχολαρχείο και το καλοκαίρι, όπως κάθε χρόνο, πήγε στην Πάρσα, στην εξαδέλφη της Ευαγγελία. Όμως αυτό ήταν τραγικά διαφορετικό από τα προηγούμενα. Η ίδια είχε χάσει τον πατέρα της και η Ευαγγελία, ενώ ήταν έγκυος είχε χάσει τον άντρα της, τον Σταύρο Καλλιμανίδη και τώρα είχε τέσσερα παιδιά και ένα μωρό, που το ονόμασε Σταύρο, σε ανάμνηση του πατέρα του. Η 30χρονη πανέμορφη ξανθιά κοπέλα, με τα ωραιότατα μακριά μαλλιά, που τα ’κανε κοτσίδα, είχε πριν από λίγους μήνες αναλάβει την ευθύνη της τεράστιας περιουσίας του άντρα της, αλλά όχι για πολύ. Ένα πρωινό ήρθε τρέχοντας ένας Έλληνας χωροφύλακας και της είπε·
- Καταστροφή κυρία Ευαγγελία, καταστροφή, τι κάθεστε; Θα έρθουν οι τσέτες και θα σας κατακρεουργήσουν, φύγετε όσο γίνεται συντομότερα.
Η Αγγελική τρόμαξε πολύ, αλλά η Ευαγγελία κρατούσε μια παράλογη αισιοδοξία και της είπε·
- Α μαρή, ησύχασε, υπερβολές είναι του χωροφύλακα, κάτσε να φάμε και έχω ετοιμάσει ένα καπαμά μούρλιαϜ
Όμως σε λίγο ήρθαν με τ’ άλογα τους δυο αξιωματικοί που είχαν φιλοξενηθεί από τον Καλλιμανίδη. Κτύπησαν με δύναμη και αρκετές φορές την πόρτα. Η Ευαγγελία με τα κτυπήματα αυτά τρόμαξε, όπως όλη η φαμίλια της και η Αγγελική και έτρεξαν στην είσοδο του σπιτιού, αφήνοντας το φάγωμα του καπαμά στη μέση.
- Κυρία Καλλιμανίδου κινηθείτε τάχιστα προς τη Σμύρνη, της είπαν. Έρχονται οι Τούρκοι και στο πέρασμά τους δεν αφήνουν κανένα Έλληνα ζωντανό. Χωρίς να περιμένουν απάντηση χαιρέτησαν και έφυγαν βιαστικά, ανέβηκαν στ’ άλογά τους και εξαφανίστηκαν.
Η Ευαγγελία τότε συνειδητοποίησε τη σοβαρότητα της κατάστασης. Ανέβηκε πάνω, στο δωμάτιο, που υπήρχε το χρηματοκιβώτιο κι ένα όπλο. Πήρε το όπλο και κοσμήματα, λίρες και χρήματα που υπήρχαν σ’ αυτό, τα μετέφερε σε ένα φορητό χρηματοκιβώτιο και μαζί τις θαυματουργές εικόνες της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας και του Αγίου Ελευθερίου. Και κατεβαίνοντας με αποφασιστικότητα λέγει σε όλους·
- Πάμε να φύγουμε. Ήτανε μαζί της και έπρεπε τώρα να φροντίσει να σωθούνε η ίδια, η μητέρα της, Ευανθία, η εξαδέλφη της Αγγελική και τα πέντε παιδιά της, το ένα φρεσκογεννημένο. Ανέβηκαν στην καρότσα της ταρτάρικης άμαξας, που είχε δυο ουγγαρέζικα πανύψηλα άλογα και που χρησιμοποιούσε για να επισκέπτεται τα κτήματα. Εκείνη κάθισε μπροστά, με τον Έλληνα αμαξά που πήρε μαζί της, αφού του έδωσε γερό μπαξίσι. Στα χέρια της κρατούσε το όπλο και σε μια πρόχειρη τσάντα, για να μη δίνει στόχο, είχε αυτά που σκέφθηκε να περισώσει. Στο δρόμο προς τη Σμύρνη η άμαξα μπήκε στη σειρά σε καραβάνι από εκατοντάδες άλλες άμαξες, ενώ στο πλάι του δρόμου βάδιζαν Έλληνες, με κατεβασμένα τα κεφάλια και με έντονα ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους την απελπισία. Η Ευαγγελία ήταν η σκιά του εαυτού της. Πάει η ζωντάνια της, πάει και η αισιοδοξία της. Τώρα ήταν ένα ψυχικό ράκος.
- Μας είπαν να φύγουμε γιατί θα μας σκοτώσουν οι Τούρκοι, σκεφτόταν, χωρίς όμως να μας πουν πού πάμε και για πόσο χρόνο; Τι θα γίνουν τα σπίτια μας, το βιος μας, η ίδια μας η ζωή; Θα ξαναγυρίσουμε ή μας κόβουν οριστικά τις ρίζες μας; Κι εμείς πώς θα μπορέσουμε να ζήσουμε χωρίς αυτές;
Με χίλιες δυο δυσκολίες έφτασαν στη Σμύρνη, όπου επικρατούσε μια αλλοφροσύνη. Άνθρωποι τρέχαν από δω κι από κει, ενώ έπεφταν πυροβολισμοί και οι τσέτες είχαν αρχίσει το πλιάτσικο και να βάζουν φωτιά στις συνοικίες των Ελλήνων.
Μέσα στον πανικό ο Έλληνας αμαξάς της Ευαγγελίας χάθηκε στο πλήθος και η άμαξα με τα ουγγαρέζικα άλογα αφέθηκε στην τύχη της.
κυκλοφορείται από τις εκδόσεις «ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ»
(τηλ.: 210 9310605).Η Αγγελική είχε τελειώσει το Σχολαρχείο και το καλοκαίρι, όπως κάθε χρόνο, πήγε στην Πάρσα, στην εξαδέλφη της Ευαγγελία. Όμως αυτό ήταν τραγικά διαφορετικό από τα προηγούμενα. Η ίδια είχε χάσει τον πατέρα της και η Ευαγγελία, ενώ ήταν έγκυος είχε χάσει τον άντρα της, τον Σταύρο Καλλιμανίδη και τώρα είχε τέσσερα παιδιά και ένα μωρό, που το ονόμασε Σταύρο, σε ανάμνηση του πατέρα του. Η 30χρονη πανέμορφη ξανθιά κοπέλα, με τα ωραιότατα μακριά μαλλιά, που τα ’κανε κοτσίδα, είχε πριν από λίγους μήνες αναλάβει την ευθύνη της τεράστιας περιουσίας του άντρα της, αλλά όχι για πολύ. Ένα πρωινό ήρθε τρέχοντας ένας Έλληνας χωροφύλακας και της είπε·
- Καταστροφή κυρία Ευαγγελία, καταστροφή, τι κάθεστε; Θα έρθουν οι τσέτες και θα σας κατακρεουργήσουν, φύγετε όσο γίνεται συντομότερα.
Η Αγγελική τρόμαξε πολύ, αλλά η Ευαγγελία κρατούσε μια παράλογη αισιοδοξία και της είπε·
- Α μαρή, ησύχασε, υπερβολές είναι του χωροφύλακα, κάτσε να φάμε και έχω ετοιμάσει ένα καπαμά μούρλιαϜ
Όμως σε λίγο ήρθαν με τ’ άλογα τους δυο αξιωματικοί που είχαν φιλοξενηθεί από τον Καλλιμανίδη. Κτύπησαν με δύναμη και αρκετές φορές την πόρτα. Η Ευαγγελία με τα κτυπήματα αυτά τρόμαξε, όπως όλη η φαμίλια της και η Αγγελική και έτρεξαν στην είσοδο του σπιτιού, αφήνοντας το φάγωμα του καπαμά στη μέση.
- Κυρία Καλλιμανίδου κινηθείτε τάχιστα προς τη Σμύρνη, της είπαν. Έρχονται οι Τούρκοι και στο πέρασμά τους δεν αφήνουν κανένα Έλληνα ζωντανό. Χωρίς να περιμένουν απάντηση χαιρέτησαν και έφυγαν βιαστικά, ανέβηκαν στ’ άλογά τους και εξαφανίστηκαν.
Η Ευαγγελία τότε συνειδητοποίησε τη σοβαρότητα της κατάστασης. Ανέβηκε πάνω, στο δωμάτιο, που υπήρχε το χρηματοκιβώτιο κι ένα όπλο. Πήρε το όπλο και κοσμήματα, λίρες και χρήματα που υπήρχαν σ’ αυτό, τα μετέφερε σε ένα φορητό χρηματοκιβώτιο και μαζί τις θαυματουργές εικόνες της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας και του Αγίου Ελευθερίου. Και κατεβαίνοντας με αποφασιστικότητα λέγει σε όλους·
- Πάμε να φύγουμε. Ήτανε μαζί της και έπρεπε τώρα να φροντίσει να σωθούνε η ίδια, η μητέρα της, Ευανθία, η εξαδέλφη της Αγγελική και τα πέντε παιδιά της, το ένα φρεσκογεννημένο. Ανέβηκαν στην καρότσα της ταρτάρικης άμαξας, που είχε δυο ουγγαρέζικα πανύψηλα άλογα και που χρησιμοποιούσε για να επισκέπτεται τα κτήματα. Εκείνη κάθισε μπροστά, με τον Έλληνα αμαξά που πήρε μαζί της, αφού του έδωσε γερό μπαξίσι. Στα χέρια της κρατούσε το όπλο και σε μια πρόχειρη τσάντα, για να μη δίνει στόχο, είχε αυτά που σκέφθηκε να περισώσει. Στο δρόμο προς τη Σμύρνη η άμαξα μπήκε στη σειρά σε καραβάνι από εκατοντάδες άλλες άμαξες, ενώ στο πλάι του δρόμου βάδιζαν Έλληνες, με κατεβασμένα τα κεφάλια και με έντονα ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους την απελπισία. Η Ευαγγελία ήταν η σκιά του εαυτού της. Πάει η ζωντάνια της, πάει και η αισιοδοξία της. Τώρα ήταν ένα ψυχικό ράκος.
- Μας είπαν να φύγουμε γιατί θα μας σκοτώσουν οι Τούρκοι, σκεφτόταν, χωρίς όμως να μας πουν πού πάμε και για πόσο χρόνο; Τι θα γίνουν τα σπίτια μας, το βιος μας, η ίδια μας η ζωή; Θα ξαναγυρίσουμε ή μας κόβουν οριστικά τις ρίζες μας; Κι εμείς πώς θα μπορέσουμε να ζήσουμε χωρίς αυτές;
Με χίλιες δυο δυσκολίες έφτασαν στη Σμύρνη, όπου επικρατούσε μια αλλοφροσύνη. Άνθρωποι τρέχαν από δω κι από κει, ενώ έπεφταν πυροβολισμοί και οι τσέτες είχαν αρχίσει το πλιάτσικο και να βάζουν φωτιά στις συνοικίες των Ελλήνων.
Μέσα στον πανικό ο Έλληνας αμαξάς της Ευαγγελίας χάθηκε στο πλήθος και η άμαξα με τα ουγγαρέζικα άλογα αφέθηκε στην τύχη της.
Το βιβλίο «Μέρες Αποκάλυψης στην Ιωνία"
τοῦ Γιώργου Παπαθανασόπουλου
http://synodoiporia.blogspot.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου